Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ










ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Κάποιοι ζουν με εμπόδια.
Πατούν με γυμνά πόδια.
Πληρώνουν διόδια.
Σχοινοβατούν σε τεντωμένα καλώδια.
Αντίθετοι στο ρεύμα σε κελιά ανώγεια.
Κάθοδος, άνοδος με εφόδια
ισόβια.
Κάποιοι χωρίς πόδια,
ηλεκτρόδια πλανόδια,
με τα πόδια κομμένα,
συγκολλούν με ρεύμα κομμάτια άδεια.
Στέκουν στα πόδια.
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΑΤΖΕΜΟΓΛΟΥ

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

(CaCO3)-Σώματα Συμπαγή





WALTER HEGE




To βλέμμα αιχμαλώτιζε εικόνες φύσης. Η μυρωδιά αγριόχορτου διάχυτη παντού. Διάσπαρτες παπαρούνες και μαργαρίτες, χάριζαν πινελιές και άλλων χρωμάτων στο τοπίο.

Το λεκανοπέδιο προσφερόταν στο πιάτο. Τα σπίτια, φάνταζαν άσπρα μικρά αγάλματα από ψηλά. Εκείνες στέκονταν φρουροί ακοίμητοι της πόλης , γενέτειρας της Δημοκρατίας.

Μαζί μ΄ αυτές και εγώ θαύμαζα αιώνες πολλούς την ιστορία αυτής της πόλης . Με το ένα πόδι ελαφρώς σε βηματισμό,ενώ στεκόμουν, ένιωθα τότε ελεύθερη να βαδίσω τους δρόμους  της καρδιάς. Να φιλοσοφήσω τις εποχές ,την ζωή των ανθρώπων σ’ αυτές.

Το πέπλο μου κυμάτιζε κάθε φορά που το ελαφρύ αεράκι φυσούσε. Κάθε πρωί αντάλλασσα πρώτη, την καλημέρα μου με τα περιστέρια . Ξεκουράζονταν στα γυμνά μου πόδια, καλυμμένα από τα αραχνοΰφαντα πέπλα μου.

  Ξαφνικά,ξύπνησα με τα πόδια μολύβι σε κρύα μάρμαρα. Κρύφτηκε το φως του ήλιου μου πίσω από τα μουντά βροχερά σύννεφα. Ανέπνεα βαριά και με δυσκολία πίσω από τους τέσσερεις τοίχους της φυλακής μου, μαζί με άλλους συγκρατούμενούς μου. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής.  Η ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Ψιθύριζε ο ένας  μας στον άλλον τα νέα της πατρίδος.Τα έφερναν οι φτερωτοί αγγελιοφόροι κάθε φορά που κολλούσαν τα ράμφοι τους στα γυαλιά των μεγάλων παραθύρων. Τα ανοιγόκλειναν δίνοντας πληροφορίες.

Βλέπαμε την βροχή που έπεφτε συχνά. από αυτά .Το μαύρο σύννεφο σκέπαζε τις καρδιές μας. Άνθρωποι με κάτι πολύχρωμα πανιά ,προσταστία από την βροχή, κοντοστέκονταν πολλές φορές , έριχναν μια φευγαλέα ματιά στις φιγούρες μας. Μετά,συνέχιζαν βιαστικά για τις δουλειές τους, σαν να μην υπήρχαμε ποτέ.

Ιδιαίτερα τις Κυριακές γέμιζε το κρύο κτίριο με κόσμο. Μας κοιτούσαν εξονυχιστικά . Έγδυναν σχεδόν τις ψυχές μας.

Σιγοψιθύριζαν , σχολίαζαν. Κοίταγαν σε κάτι παπύρους  . Επάνω τους  αναγράφονταν άψυχα νούμερα. Ναι, ήμασταν αριθμοί σ΄ ένα κομμάτι παπύρου. Προχωρούσαν,μετά πάλι κοντοστέκονταν. Γέμιζαν τον χώρο σε σμήνη. Όλες τις μέρες της εβδομάδος συνέβαινε αυτό ακούραστα. Μπροστά πορευόταν ένας οδηγός που μιλούσε ακατάπαυστα. Έπειτα με το σούρουπο αποσύρονταν. 

Νεκρική ησυχία απλωνόταν σε όλες τις πτέρυγες. Μόνο ένα φως τρεμόπαιζε στο μισοφωτισμένο διάδρομο. Ένας άνθρωπος τώρα μόνο μας παρακολουθούσε από κάτι περίεργα τετράγωνα. Που και που το μάτι του έπεφτε σε κάτι παπύρους πάλι. Όσο φώτιζε την μοναξιά μας, η ψυχή μας βούλιαζε στις αναμνήσεις του ένδοξου παρελθόντος μας.

Διαμελίζεται ένα μνημείο της ιστορίας; 
 Ο βίαιος αποχωρισμός των μελών από το σώμα  επιφέρει το θάνατο.
Θέλουμε να λιαστούμε στο φως του ήλιου, με τα μάτια μας βυθισμένα στην θάλασσα μας,που μας  νανούριζε στον τόπο της γεννήσεως μας.

Η αύρα,είναι ενέργεια δεν χάνεται από τον χώρο.Εμείς, είμαστε σώματα συμπαγή.Πνευματικοί στυλοβάτες πολιτισμού. Εμείς, εκπέμπουμε  την αύρα των προγόνων μας.

Από τη στιγμή που κάποιος έχει συναίσθηση του κακού που έκαμε, από τότε αρχίζει η διαδικασία της βελτίωσης του.

Πυθαγόρας