Νουβέλες




Από μια Κατάδυση στο Είναι Εκδόσεις Αύρα, σε Αναδυόμενο Εγώ, Εκδόσεις Όστρια ,πέφτoνταs σ΄ έναν Επίγειο Ουρανό ανέκδοτη Νουβέλα.

Όλα τα ποιήματα και οι τίτλοι κατοχυρωμένοι από την συμβολαιογράφο Αλίμου, Μαρία Τρωγάδα



                                           
                                                                           


                                        
                                    Ευχαριστώ πολύ τον Παλμό Γλυφάδας
Γιατί,είναι κάποιοι άνθρωποι που περνούν από την ζωή σου και αισθάνεσαι πως τους γνωρίζεις χρόνια.
Άλλους πάλι τους ζεις καθημερινά.Άνθρωποι του καθημερινού περιβάλλοντος σου,αλλά η αίσθηση δεν είναι ίδια.
Με άλλους ζεις την εμπειρία του ταξιδιού,στο μήκος του κύματός τους.
Στον παλμό τους ,πιάνεις τον σφυγμό σου.
Το βλέμμα μου στον καθρέφτη έριξα και τρόμαξα.
Συνάντησα την συνειδητή μου πλευρά,τις σκέψεις μου.
Την σκοτεινή,την λύπη μου.Την φωτεινή,την χαρά μου.
Την ανώτερη,την σοφή μου.Την κατώτερη,την κακιά μου και όμως πάλι ένα κομμάτι του παζλ έλειπε.

Εσύ.
Είμαστε ψυχές αρχαίες, που περπατούν συμφιλιωμένες στις στοές της γνώσης,σοφίας και αλήθειας τους.
Ευχαριστούμε η μία την άλλη.


Επιλέγοντας να είσαι ευγνώμων κερδίζεις ευτυχία.
Dennis Prager



 
"ΑΡΧΑΙΕΣ ΨΥΧΕΣ"μικρή νουβέλαhttp://tovivlio.net/category/stories/
Ευχαριστώ πολύ τον κ.Θερμογιάννη που εμπιστεύτηκε στην αξιόλογη σελίδα του την μικρή μου νουβέλα και για την επιμέλεια τον κ.Νίκο Φάκο.




 Η Ελένη γεννήθηκε σε κάποιο απόμακρο σημείο του Κόσμου. Ο πατέρας της ήταν ένας ήλιος, όπως ο Ήλιος που βλέπουμε εμείς οι άνθρωποι κάθε πρωί και που ζεσταίνει τον κόσμο και τις ψυχές μας. Τούτη η ηλιαχτίδα όμως, αναρωτιέται γιατί θα πρέπει να ακολουθήσει την ευθύγραμμη πορεία του φωτός, όπως επιτάσσουν οι νόμοι της φύσης και του σύμπαντος, το δρόμο που άλλοι έχουν αποφασίσει για εκείνη. Μαζί με τους συνοδοιπόρους της θα ανακαλύψει σιγά σιγά τον κόσμο, ορατό κι αόρατο, και θα προσπαθήσει να ανατρέψει τη μοίρα της. Η περιπέτειά της, το ταξίδι της στον άπειρο χώρο του σύμπαντος γίνεται ένα ταξίδι αυτογνωσίας!




Σπάνιο να συναντάς ''εσένα'' σε άλλον








The Revolution is Love.


Εάν η Αγάπη δεν είναι τρέλα,δεν είναι Αγάπη.

Ο τρελός που επιμένει στην τρέλα του θα γίνει σοφός.

William Blake, Άγγλος ποιητής & ζωγράφος











                                               https://www.facebook.com/thinkingmindspage/

                          https://www.facebook.com/skepseis1/?hc_ref=NEWSFEED&fref=nf






Idleness", detail, by John William Godward, 1900. https://musetouch.org/?cat=5

               “She's an old soul with young eyes, a vintage heart, and a beautiful mind.”
                 Nicole Lyons






                                           John William Godward,Belvedere


                                                                              

Αρχαίες Ψυχές - Απόσπασμα Πρώτο


                                                              John William Godward
Εδώ, στην έπαυλη του πατέρα μου, υπάτου της Ρώμης, ατενίζοντας ένα μέλλον θολό, σου γράφω.
Τα χαρτάκια σε ποικίλες μορφές σχηματίζουν έναν σεβαστό σωρό. Άλλα από τον χρόνο κιτρινισμένα, άλλα ροκανισμένα από τ΄ άχαρά του δόντια. Κατ' ακρίβεια από μένα μισοσκισμένα.
Σκέφτομαι να τα ψαρέψω, όσα έχουν επιζήσει από το πάτωμα και να τα ταξιδέψω, κάνοντάς τα βαρκάδα στα νερά του περίτεχνου σιντριβανιού που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της έπαυλής μας.
Το άγαλμα της Αναδυομένης Αφροδίτης, με κάνει ν’ αλλάξω όμως γνώμη, όσο αυτή κάθε φορά θ’ αναδύεται, αυτά πολύ φοβάμαι πως θα βυθίζονται στον πάτο του σιντριβανιού, πνίγοντας κάθε ίχνος συναισθήματος.
Προς το παρόν τα χαϊδεύω με την άκρη της μύτης του ποδιού μου, φυλακισμένο εδώ και αρκετή ώρα μου, σε κάτι περίτεχνα κομψά σανδάλια, το τελευταίο μου απόκτημα από την αγορά μας τη φημισμένη.
Διαβάζω με αργή και σταθερή φωνή. ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ. Είναι γραμμένο με μικρά, στρογγυλά σχεδόν, παιδικά γράμματα, όπως και η ψυχή μου.
Το διαβάζω σχεδόν κάθε μέρα, προσευχή στα χείλη μου. Το γράφω καθημερινά να το εμπεδώσω.
Η μέρα αυτή, άνοιγε τα φτερά της. Ετοιμαστήκαμε για τα καθημερινά μας ψώνια, πάλι, στην αγορά. Σε αυτή την πολύχρωμη αγορά, τον ομφάλιο λώρο του απόλυτου πολιτισμού έκανες μια βουτιά σε ένα παρελθόν, όπου οι κίονες αγκάλιαζαν επιβλητικά το είναι σου και το ύψωναν στους θεούς. Οι πραματευτάδες στους πάγκους τους με ξέχειλη πραμάτεια φούσκωναν σαν παγόνια να προσελκύσουν την πλούσια πελατεία τους. Άπλωσα το χέρι και βούτηξα ένα βραχιόλι. Ένα μεγάλο μάτι δέσποζε περίτεχνα δεμένο σ’ ένα λεπτό δερμάτινο λουράκι, έτοιμο να παραφυλάξει κάθε πιθανή απόδρασή μου για διαφυγή. Μα δεν χρειαζόταν. Είχα καρφωμένα στην πλάτη μου τα μάτια της, επί σειρά ετών τροφού μου. Μια γυναίκα με καλοσυνάτο στρογγυλό πρόσωπο και πράσινα μάτια γατίσια. Ναι, ήταν κυριολεκτικά γάτα. Ο πατέρας μου είχε κάνει την καταλληλότερη επιλογή για να δαμάζει τον ατίθασό μου χαρακτήρα. Πέταξε με άνεση ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα στον πάγκο του πραματευτή, προνόμιο και αυτό των πλουσίων η εξαγορά. Και το βραχιόλι έγινε, άνετα, απόκτημά μου.
Περνώντας τώρα και οι δυο, μέσα από μια στοά και έχοντας μισοσκεπασμένα τα πρόσωπά μας, προφυλαγμένα από το ελαφρό αεράκι που μας ξεσήκωνε τη διάθεση, σφίξαμε περισσότερο τις κουκούλες στα πρόσωπά μας.
Αυτή ήταν η στιγμή που ένιωσα την ψυχή μου και την ψυχή σου να περπατούν συμφιλιωμένες στις στοές της γνώσης, σοφίας και αλήθειας τους. Ήταν τόσο αιώνιες, που μέσα στο χρόνο δεν μέτραγαν αυτόν, αλλά μόνο τα δευτερόλεπτα των στιγμών τους. Αυτό κράτησε όμως μόνο μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι η στοά να μας αποκαλύψει.
Γιατί τώρα οι ψυχές μας ταξίδευαν σαν σαπισμένες σανίδες που θαλασσόδερναν μέσα στους χρόνους; Γιατί τ’ αναπάντητα "γιατί" έγιναν τροχοπέδη ανάμεσα στο εγώ μου και το εγώ σου;

http://tovivlio.net/category/stories/



Αρχαίες Ψυχές - Απόσπασμα Δεύτερο


Περί αδερφής ψυχής, απόσπασμα από τον Ντένωφ

Για κάθε άνθρωπο υπάρχει η αδελφή ψυχή.
Η στιγμή που ο άνθρωπος βγήκε σαν φλόγα απ΄ τον κόλπο του Δημιουργού, ήταν δύο σε ένα,
κι αυτά τα δύο μέρη συμπληρώνονταν τέλεια,
το καθένα ήταν το τέλειο μισό του άλλου.
Αυτά τα δύο μισά τώρα είναι χωρισμένα,
πήρε το καθένα διαφορετική κατεύθυνση κι αναπτύσσονται ξεχωριστά.
Αν μπορούν ν΄ αναγνωρίσουν το ένα το άλλο στην πορεία της εξέλιξης τους,
είναι γιατί το καθένα έχει μέσα στο βάθος του είναι του, την εικόνα του άλλου,
το καθένα σημάδεψε το άλλο με τη σφραγίδα του.
Κάθε άνθρωπος έχει έτσι την εικόνα της αδελφής ψυχής του μέσα του.
Αυτή η εικόνα είναι πολύ ασαφής, αλλά υπάρχει.
Γι' αυτό ο καθένας έρχεται πάνω στη γη μ΄ αυτήν την αμυδρή ελπίδα ότι θα συναντήσει κάπου μια ψυχή
που θα του δώσει, ό,τι έχει ανάγκη
και που ανάμεσα τους θα υπάρχει μια απερίγραπτη αρμονία και θα είναι τέλεια ενωμένες, δυο ψυχές που ο Θεός έφτιαξε μαζί, είναι απόλυτα φτιαγμένες η μια για την άλλη,
τίποτα δεν μπορεί να τις χωρίσει και δεν φοβούνται καθόλου πως θα χωρίσουν.
Aυτό που πιο συχνά συμβαίνει, αυτή η συνάντηση προκαλεί το θάνατο,
γιατί οι συνθήκες της ύπαρξης αντιτίθενται στην πραγμάτωση μιας αγάπης τόσο τέλειας, τόσο απόλυτης.
Ένα έργο, όπως του Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, αφορά αυτό ακριβώς το θέμα, της συνάντησης δύο αδελφών ψυχών.

Είμαι μια ψυχή. Είμαι το πρώτο ζωντανό κύτταρο πάνω σε αυτή την γη. Είμαι μια δεσμίδα φωτός, που καταδύθηκα από τις ουράνιες Πύλες και προσγειώθηκα στην ψυχή σου.
Εσύ, μέσα από την ελεύθερη σου πτώση κατάφερες να επιζήσεις;
Να ζήσεις;
Να ομολογήσεις τις πραγματικές σου επιθυμίες;
Να εξομολογηθείς τις πραγματικές σου σκέψεις;
Τόλμησες να ξεστομίσεις στον εαυτό σου τα πραγματικά σου θέλω;
Η διαδρομή της ζωής σου είναι στα περισσότερα κομμάτια της μοναχική.
Πόσοι έμειναν δίπλα σου πραγματικά όταν τους αποτύπωσες τις πραγματικές σου σκέψεις;
Είμαστε δυο πεταλούδες που πέταξαν την πνοή από το σώμα τους.
Στην ελευθερία μας, οι αλήθειες μας.
Η αγάπη μας ένας τεράστιος μαγνήτης που έλκει και έλκεται από τον απέραντο Συμπαντικό χάρτη.
Ψαχνόμαστε ναυαγοί,να πιαστούμε από τις βάρκες των πεφταστεριών.
Ως πνεύματα είμαστε αχώριστες.
Δεν μας χωρίζουν ούτε οι θεοί,ούτε οι άνθρωποι.
Είμαστε εκεί, όταν η αγάπη υπέφερε από στέρηση, είμαστε εκεί όταν η αγάπη ήταν μια πράξη ηρωισμού, εκεί όταν η αγάπη ήταν ασυγχώρητη.
Περιφερόμαστε άυλες.
Είμαι αυτή η ψυχή, που έκανε εσένα ευτυχισμένη ως ψύχη.
Αυτή η ψυχή, που σ΄ έκανε να γελάσεις.
Αυτή η ψυχή, που σ΄ έκανε να κλάψεις.
Το ταξίδι μας ήταν μακρύ και δύσβατο.
Μοιραστήκαμε τα όνειρα και τα συναισθήματά μας.
Δραπέτευσες από τα όνειρα, μα εγώ ήμουν το κλειδί, θυσιάζοντας το είναι μου.
Τ’ αποτυπώματα της ψυχής μας, γλάροι που αγγίζουν τ όνειρο.
Είμαστε παιδικές ψυχές, τυλιγμένες με τους αρχαίους μανδύες της σοφίας μας, στο να οραματιζόμαστε τη μαγεία των στιγμών.
Γιατί η ζωή είναι μικρές φευγαλέες στιγμές, απόσταγμα πολύτιμου αρώματος ευτυχίας.
Να με κρατάς ως ένα κομμάτι ελεύθερο στις δικές σου σκέψεις.
Και αυτά τα τραγούδια που ηχούν στα κλειστά παραθυρόφυλλα των αυτιών σου, σου κρύβουν την δόξα, γι’ αυτά που δεν ακούς. Γιατί η μόνη δόξα, η αγάπη. ‘Ενας ρους στη θάλασσα των αβυσσαλέων ψυχών μας.
Γιατί ο εαυτός, είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη.
Μη λέτε, "Βρήκα την αλήθεια", αλλά να λέτε, "Βρήκα μιαν αλήθεια".
Μη λέτε, "βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή, περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.
Από τον Προφήτη Του Χαλίλ Γκιμπράν

Πίσω από τα μεγάλα μάτια, τα καμπύλα χείλια, τους βοστρύχους
Ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
Ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
Μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
Ένα κενό παντού μαζί μας… Γ. Σεφέρης

H ψυχή μου ανώτερα φέρεται επί των υδάτων του Σύμπαντος.
Νικηφόρος Βρεττάκος


http://tovivlio.net/category/stories/
https://tovivlio.net/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%8C%CE%B3%CE%B4%CE%BF%CE%BF/
Αρχαίες Ψυχές - Απόσπασμα Τρίτο

                                            An offering to Venus John William Godward
Η Ρώμη τυλιγμένη προστατευτικά ακόμη στα πέπλα της, δεν έλεγε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Μόνο τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν παιγνιδιάρικα καθώς φλέρταρε με το πρωινό. Σηκώθηκα νωχελικά από το κρεβάτι, μη νιώθοντας έτοιμη να υποδεχτώ ακόμη τη νέα μέρα και να πατήσω με σιγουριά τα πόδια μου στα σκαλιστά μωσαϊκά. Δίπλα στο κομοδίνο, αφημένο το περίτεχνο κόσμημα που είχαμε αγοράσει χτες από το πολύβουο παζάρι, ήδη είχε ανοίξει το μάτι του. Αυτό το μάτι που τίποτα δεν του διέφευγε. Από την φύση μου εξερευνητική, άρχισα να επεξεργάζομαι με προσοχή τις μπλε πέτρες του, που άστραφταν και το πλαισίωναν σαν στεφάνι. Μου άρεσε η ενασχόλησή μου με την εξερεύνηση της τέχνης κάθε μορφής. Πολλές φορές μελετούσα με προσοχή όλα τα καινούρια αποκτήματα του πατέρα μου και αφουγκραζόμουν με προσοχή όλα όσα μου έλεγαν στην βουβή τους σιωπή. Ναι, αυτά τα αγάλματά που κατά καιρούς παράγγελνε και στόλιζαν κάθε γωνιά της έπαυλης μ΄ εξάγνιζαν με αυτό τους το άσπρο. Άγγιζα τις στιλπνές τους επιφάνειες και αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς τους, που κάθε φορά μόνο σε μένα χάριζαν. Ήταν ένα είδος συντροφιάς, γιατί εκτός από το μεγάλο υπηρετικό προσωπικό και την τροφό μου, η μέρα φάνταζε κενή και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την εμπλουτίσω με πράγματα της ψυχής όπως η ίδια έλεγα. Σήμερα σκεφτόμουν να υλοποιήσω μια κρυφή μου επιθυμία εδώ και πολύ καιρό. Άκουγα συχνά πυκνά για έναν παράξενο καλλιτέχνη, που ζούσε κρυμμένος και απομονωμένος στο κοντινό δασάκι των περιχώρων και ζωγράφιζε μανιακά τοπία ξεγυμνώνοντας κάθε σπιθαμή τους. Επιθυμούσα πολύ από κοντά να θαυμάσω τα καλλιτεχνήματά του, για τα οποία όλοι τόσο πολύ μιλούσαν. Ντύθηκα και πλύθηκα όσο γρηγορότερα μπορούσα, πριν τα επιδέξια μάτια της τροφού μου προλάβουν να με αντιληφθούν. Τράβηξα από το μπαούλο ένα από τα πολλά φορέματα που ξεχείλιζαν. Ήταν ένα κόκκινο αέρινο φόρεμα. Έδενε με κορδέλες σατέν στο μπούστο, κόβοντας μου κάθε φορά την αναπνοή. Στα πόδια πέρασα, κάτι ανάλαφρα σανδάλια αγγελιοφόρους πως η μέρα θα πέταγε. Πάνω μου έριξα την κόκκινη κάπα, προστασία για το πρωινό κρύο, μια που η ανάσα του άχνιζε από την πρωινή πάχνη που απλωνόταν. Άνοιξα με προσοχή την βαριά σιδερένια λαβή της εξωτερικής πόρτας, ένα καλλίγραμμο χέρι που άγγιζε, όποιον τη χαιρετούσε και γλίστρησα προσεχτικά στρίβοντας στην γωνιά του επόμενου σοκακιού, ώσπου με κατάπιε το σούρουπο ακόμη της μέρας.
Φτάνοντας στο σπίτι του, μια εξοχική ξύλινη καλύβα, χτύπησα κοφτά και σταθερά και μου άνοιξε η πόρτα της ψυχής του. Ήταν ένας άντρας αρκετά ψηλός. Ο όγκος του ήταν πολύ επιβλητικός,για ένα σπίτι που η ευαισθησία της τέχνης βρισκόταν στον αντίποδα. Ένα καβαλέτο κοντά στο παράθυρο ατένιζε το τοπίο μιας πυκνής βλάστησης. Κάτι φτέρες σχεδόν έπνιγαν την καλύβα στο πράσινο. Πεταμένα πανιά στο πάτωμα ακόμη με τις μπογιές νωπές να ρέουν στις υφασμάτινές τους φλέβες. Με μια δρασκελιά βρέθηκε στο τζάκι, άρπαξε ένα από τα αφημένα πινέλα, πολύ μικρό για τα μακριά και λεπτά του δάχτυλα και το τοποθέτησε με σιγουριά στο αυτί.
-Λοιπόν, καθίστε, μου είπε και έτεινε το χέρι στο κοντινό σκαμνάκι. Ποιός δρόμος σας φέρνει εδώ;
Πριν προλάβω ν΄ αρθρώσω και την παραμικρή λέξη μου είπε.
-Κατάλαβα, είστε το νέο μοντέλο που ήρθε για το επόμενο θέμα.
Ας αφήσουμε τους πληθυντικούς.
 Γδύσου και άφησε τα ρούχα σου εκεί.

Έκανε ένα σύντομο νεύμα με το χέρι του, μ΄ έναν σχεδόν φυσικό τρόπο, σαν να ήταν κάτι απλό.
Και χωρίς να προλάβω ν αντιδράσω,με πήρε από το μπράτσο και με κάθισε σ΄ένα μεταξωτό ανάκλιντρο, μαύρο σαν έβενος και σ΄ έντονο κοντράστ αντίθεσης με το κατακόκκινο μου φόρεμα. Ενστικτωδώς το έσφιξα περισσότερο επάνω μου, σαν να πρόκειται να το χάσω. Κατάφερα να ψελλίσω τις λέξεις σχεδόν ακαταλαβίστικα.
-Μου μίλησαν για τα καλλιτεχνήματά σας και... και … είπα να τα θαυμάσω από κοντά.

http://tovivlio.net/category/stories/

Αρχαίες Ψυχές - Απόσπασμα Τέταρτο


Welcome Footsteps Laurence de Alma

Από τότε, οι μέρες διακατέχονταν τις νύχτες και οι μέρες τους μήνες. Γλίστραγα το ίδιο επιδέξια από τη σχισμή της πόρτας που με οδηγούσε προς το φως. Τις έκλεβα να μου χαρίσουν τον χρόνο στο χώρο της καρδιάς σου. Γιατί είναι λίγοι αυτοί που αναγνωρίζουν πως τα αισθήματα είναι φως και όχι κυριαρχία. Πως για ν΄ αγγιχτεί η ψυχή, δεν τρώει σαρκοβόρα το σώμα..
Οι πίνακες σου διακατέχονταν ο ένας τον άλλο, με μοντέλο τον εαυτό μου, αποτυπωμένη στον καμβά της ψυχής σου.
Φορούσα ένα διάφανο χυτό ύφασμα, που αγκάλιαζε το σώμα και οι κορδέλες ξεχύνονταν, μπούκλες ατίθασα αφημένες.
Οι οδηγίες σου ήταν αυστηρές. Να κρατάω το σώμα καλά τεντωμένο, σαν τόξο πριν βρει τον στόχο. Ακούνητη και αγέλαστη, κάτι που δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία μου.
Τα χέρια μου, τα στόλισες με κάτι ταπεινά, μα όμορφα λουλούδια του αγρού που μόλις είχες κόψει και μου τα έφερες, αφού ξεπέζεψες το άσπρο σου καθαρόαιμο. Ήταν το μόνο σου ακριβό περιουσιακό στοιχείο.
Αυτή η ακριβή ιεροτελεστία, συνεχιζόταν τακτικά, όποτε κατόρθωνα να ξεκλέβω χρόνο περνώντας απαρατήρητη από το απόρθητο οχυρό του πατέρα.
Άλλες πάλι μέρες βαδίζαμε μέχρι την κοντινή θάλασσα της Όστιας περνώντας από τους αγρούς.Τα χέρια μας περιπλέκονταν στα καλάμια και εμείς γελαστοί, καθώς μας γαργαλούσαν, σταματούσαμε, ξαπλώναμε στο πυκνό γρασίδι και ατενίζαμε τον ήλιο που ζέστανε το πρόσωπο του έρωτά μας.
Με είχες σμιλεύσει με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, που με τα χέρια σου αποτύπωνες στο σώμα μου. Ζωγράφιζες.
Ναι, ζωγράφιζες ποίηση.


σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ΄τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος - σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Cioconta Belli

                                                     Waiting for a Answer John William Godward

Φτάναμε λαχανιασμένοι στην θάλασσα που χάιδευε τις αισθήσεις μας. Εισπνέαμε και εκπνέαμε στον θαλασσινό της αέρα, τον έρωτά μας.Tα σκοτεινά νερά από την πρώτη στιγμή αναγνωρίζονται, όταν τους κώδικές σου είχα αντιγράψει και φυλάξει στη θάλασσά μου. Εκείνη η μέρα όμως μύριζε μπαρούτι μέχρι και ο σκύλος σου, ένα άσπρο κυνηγόσκυλο πηγαινοερχόταν λιοντάρι στο κλουβί, κουνούσε νευρικά την ουρά του, προμηνυτής κακών ειδήσεων.
Ο πατέρας είχε μυριστεί την πληροφορία που είχε εξαπλωθεί σαν φωτιά και είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να με απομακρύνει από έναν άσημο περιθωριακό καλλιτέχνη. Καμωνόταν όμως, πως δεν γνώριζε το παραμικρό. Όλα θα λάμβαναν χώρα ήσυχα και αθόρυβα, σαν να μην υπήρχαν ποτέ. Τα ίχνη θα έσβηναν. Θα με αρραβώνιαζε με την επιφάνεια και κύρος.Έναν αρκετά πλούσιο επιφανή έμπορο. Τα υπάρχοντα του πατέρα μου και τα δικά του σίγουρα θα έκαναν ένα επιτυχημένο ζευγάρι. Ήμουν αρκετά αναστατωμένη. Η καρδιά μου βαριά, μολύβι. Τα άσχημα νέα τα πληροφορήθηκα από την τροφό μου,που μου απαριθμούσε τις «πλούσιες αρετές» του διαδόχου σου, τονίζοντάς μου πως ήσουν μόνο μια άσημη περιπέτεια που εύκολα θα ξεπερνιόταν.
Προνόησα να καθίσεις σ’ ένα ξύλινο σκαμνί που είχες σκαλίσει ο ίδιος από χοντρό κορμό και το στόμα μου άνοιξε και έκλεισε με κόπο.
-Ο πατέρας τακτοποίησε τα πάντα για τον προκείμενό μου αρραβώνα, είπα.
Σηκώθηκες απότομα όρθιος,σαν να διαπέρασε κεραυνός το σώμα σου και είπες:
-Ακύρωσε το. Μη δεχτείς.
Σου απαρίθμησα τον κίνδυνο που διέτρεχες εάν οι επισκέψεις μου συνεχίζονταν και δεν συμμορφωνόμουν με τα θέλω του πατέρα.
Ήταν σαν να είχες κλείσει τ’ αυτιά με βουλοκέρι, για να μην ακούσεις τις Σειρήνες, που επαναλάμβαναν σε αργό και τραγουδιστό ρυθμό όλα όσα δεν μπορούσες ν΄ αποδεχθείς.
Με την γροθιά σου σφιγμένη, χτύπησες δυνατά το ξύλινο σκαλιστό τραπέζι. Μια ακίδα σου έβγαλε λίγες σταγόνες αίμα. Έφταναν όμως. Ήταν αρκετές, να σου παγώσουν το αίμα στην καρδιά. Άρπαξες το σκαμπό και το πέταξες στις φλόγες του τζακιού που το έγλειφαν και είχες ανάψει μόλις λίγη ώρα πριν.
Το πρόσωπό σου σκοτεινό,γρανίτης, είχε υψώσει διαχωριστικό γυαλί στα λόγια μου.
Ο θυμός σε είχε παραμορφώσει. Χαρακτηριστικά άγνωστά μου. Κοίταγα στα μάτια ενός ξένου.
Και αυτός ούρλιαζε με όλη την δύναμη της ψυχής του.
-Έξω, έξω...
Παραπάτησα σχεδόν μ΄ έναν λυγμό παγιδευμένου ζώου.Στη φυγή μου, η μόνη ανάμνηση, ο αραχνοΰφαντος κόκκινος μανδύας μου αφημένος πρόχειρα πάνω στον καμβά σου.
Πρόλαβα να δω να τον κλωτσάς και να σωριάζεται κάτω.Το ένα του πόδι έσπασε από την άτσαλη πτώση. Πήρες με τα χέρια μετά την μορφή μου και την έσκισες σε χίλια μικρά κομματάκια. Σταγόνες ιδρώτα πλαισίωσαν το άλλοτε ήρεμο και όμορφο πρόσωπό σου. Τώρα παραμορφωμένο από απογοήτευση. Κάρφωσες το βλέμμα στο σχισμένο πορτραίτο και έκρυψες το πρόσωπο με τις παλάμες σου. Έκλαιγες, βροχή.
Μετά, η βροχή όλα τα ξέπλυνε και νότισες μέσα μου για πάντα.

Αποσπάσματα από το vivlio.net 



Αρχαίες ψυχές, απόσπασμα πέμπτο

                         
               waiting for the ferry James Tissot

    

Καθώς ακούω τη βροχή να χτυπά ρυθμικά στο τζάμι της κουκέτας, η σιγαλιά είναι η μόνη συντροφιά μου. Κοντεύουμε να φτάσουμε από το λιμάνι του Λίβερπουλ στο λιμάνι του Καλαί. Μια τεράστια σκάλα θα ενώσει τη θάλασσα με τη στεριά. Το ημερολόγιό μου αφημένο στο κομοδίνο, φωτισμένο με διακριτικό φως, γράφει την ημερομηνία 3 Μαρτίου του 1903.
Έξω, μια σειρά από λατέρνες φωτός μάς υποδέχονται η μια μετά την άλλη, όπως πατώ το πόδι μου στη στεριά.
Καθώς η ώρα είναι ακόμη πολύ πρωινή, το κρύο διαπεραστικό και η μαύρη σάρπα της νύχτας δεν έχει ακόμη πέσει.
Είμαι μια ψυχή που, μέσα από τον λαβύρινθο των σκιών, ταξίδεψε στο χρονοδιάστημα.
Γεύομαι ακόμη την αρμύρα που στέγνωσε στα χείλη μου την ώρα που είχα βγει στο κατάστρωμα να ανασάνω τον βραδινό αέρα. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στα αγέρωχα άσπρα κατάρτια. Παρά το προχωρημένο της ώρας, το λιμάνι σφύζει ακόμη από ζωή. Οι επιβάτες, που μέχρι τώρα ήταν εγκλωβισμένοι στις κουκέτες τους, πηγαινοέρχονται σαν τα μυρμήγκια με περίσσιο ζήλο κουβαλώντας τις αποσκευές τους. Ρίχνω μια ματιά σε μια τεράστια φωτισμένη τζαμαρία. Ένα πλήθος αντρών με τα μαύρα γυαλιστερά τους φράκα, κοράκια έτοιμα να ορμήσουν, τσακώνονται μετά από ένα έντονο χαρτοπαίγνιο για το χρηματικό έπαθλο. Δίπλα, πίσω από τον πάγκο με τα ποτά, ποτήρια αδειάζουν και γεμίζουν.
Βαρέλια κρασιών ανοίγουν, για να ξεδιψάσουν τα λαρύγγια των θαμώνων.
Γυναίκες με φανταχτερά ρούχα, με κοσμήματα που κουδουνίζουν σε κάθε τους βηματισμό, γελάνε με τα χοντροκομμένα τους αστεία. Έχουν λουλούδια στα μαλλιά. Άλλες δαγκώνουν τα κοτσάνια με το στόμα και χορεύουν σε σπανιόλικο ρυθμό, χτυπώντας τις κόκκινες τους γόβες στα ξύλινα πατώματα που σείονται σε κάθε νέα τους χορευτική φιγούρα.
Τυλιγμένη στο ζεστό μου σάλι και ισιώνοντας το καπελάκι με το βέλος του, στρέφω το βλέμμα προς την άλλη μεριά και τεντώνω το κεφάλι μου ισιώνοντας καλύτερα τον λαιμό σαν κύκνος.
Περιμένω την άμαξα που θα με μεταφέρει στο Παρίσι, το κέντρο των μποέμ καλλιτεχνών, της κομψότητας και του σαβουάρ βιβρ.
Η άμαξα σκονισμένη, ανοίγει την πόρτα της και σχεδόν σε δευτερόλεπτα χάνομαι στο στενό της καναπέ. Ίσα που προλαβαίνω ν’ απλώσω τα μυτερά μου μποτίνια για ν΄ αναπαυτώ καλύτερα. Οι λιγοστοί επιβάτες, στριμωγμένοι σαρδέλες, προσπαθούμε να κερδίσουμε μερικά τετραγωνικά αέρα που ασφυκτιούν. Ο αμαξάς, χτυπά το καμουτσίκι στα καπούλια των αλόγων και η άμαξα ξεκινά να παίρνει πνοή. Σε αυτό το συνεχές ρυθμικό λίκνισμα, κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι τις ψυχές που ταξίδεψαν μαζί μου σε αυτή τη ρουφήχτρα σήραγγα που μας στροβίλισε στον ουρανό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Γλιστράγαμε μέσα από αστέρια και κομήτες και πέσαμε στα πόδια της Γης.
Αδερφές ψυχές, παρελθοντικές, οικείες, ταξιδιάρες στο κοινό μας ταξίδι περιπλάνησης.
Άλλες ψυχές δίδυμες, που διδάσκουν, μαθαίνουν, εξισορροπούν ανάμεσα στο καλό και κακό. Αλληλοσυμπληρώνονται, εναρμονίζονται για έναν κοινό σκοπό. Απορροφώνται, συνεργάζονται.
Η πόρτα για δεύτερη φορά άνοιξε και έσκισε βίαια το γαλήνιο όνειρό μου. Διέκρινα την πόρτα του πανδοχείου. «Τα τέσσερα κλειδιά», έγραφε η πινακίδα σ΄ ένα βαθύ κόκκινο που ξεχώριζε μες στη νύχτα. Πήρα το πέμπτο από τον ξενοδόχο και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου, πέφτοντας στο τεράστιο κρεβάτι με ουρανό ακόμη αρκετά μισονυσταγμένη, για να συνεχίσω στον ύπνο μου το τόσο ζωντανό όνειρό μου.

Απόσπασμα από το vivlio.net

http://tovivlio.net/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%AD%CE%BC%CF%80%CF%84%CE%BF/

 

 

 

Αρχαίες ψυχές, απόσπασμα έκτο

                                                   

                                               Jes John Everett Millais
Το παιχνιδιάρικο πρωινό φως μού χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο. Σηκώθηκα κεφάτη από το τεράστιό μου πουπουλένιο στρώμα, κατέβηκα στην τραπεζαρία φορώντας ένα γαλάζιο ανοιχτό φόρεμα με κουμπάκια. Απόθεσα το καπελίνο μου σ' ένα από τα στρωμένα τραπεζάκια με τα σιέλ καρό τραπεζομάντιλα, στολισμένα με μικρά βαζάκια με ροζ μικρά τριανταφυλλάκια.
Αφού τελείωσα με το πρωινό, ώρα για έναν περίπατο στη Μονμάρτη, το στέκι των καλλιτεχνών.
Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλάκια σιγοτραγουδώντας έναν μουσικό σκοπό.
Η ματιά μου έπεσε σε μια βιτρίνα με την πιο chic hau de couture της εποχής. Ένα φόρεμα με πολύ στενή μέση που ξεχυνόταν ανάλαφρο, πίδακας άφθονης μουσελίνας χρώματος μουσταρδί, ενός ώριμου ήλιου.
Ο άντρας που βρίσκονταν ήδη στο μαγαζί είχε γυρισμένη την πλάτη του. Μόνο η σκιά του έπεφτε στο πάτωμα και διέγραφε τον όγκο του επιβλητικό, σχεδόν απειλητικό. Άκουσα τον ήχο της μεταλλικής του ταμπακιέρας που ανοιγόκλεισε αστραπιαία. Έδωσε ένα από τα πολλά φουλάρια, που δεν κατόρθωσα να ξεχωρίσω από την οπτική γωνία μου, στον πωλητή του μαγαζιού, πλήρωσε και μ΄ ένα χαιρετισμό τον κατάπιε το γραφικό, στενό σοκάκι όπου βρισκόταν το μαγαζί.
Αφού συνδύασα το φόρεμα, που σε καμιά περίπτωση δεν μπόρεσα να του αντισταθώ, με ένα μικρό κομψό καπελίνο, τελευταία λέξη της μόδας, χρώματος μαύρου, για να το φορέσω την επικείμενη βραδιά, ακολούθησα και εγώ τα υποθετικά ίχνη του άγνωστου άντρα.
Ο δρόμος μ' έβγαλε, ωστόσο, εύκολα και γρήγορα στο δρόμο της Μονμάρτης. Στα σκαλάκια άφθονα καβαλέτα το ένα συναγωνίζονταν το άλλο σε μια πασαρέλα χρωμάτων και φαντασίας.
Καλλιτέχνες και μικροπωλητές, δίπλα στα έργα τους καμάρωναν, γελώντας για τα δημιουργήματά τους. Άλλοι, συνομιλούσαν με περίεργους και ενθουσιασμένους περαστικούς που τα επεξεργάζονταν. Άλλοι είχαν πιάσει από νωρίς δουλειά, σκιτσάροντας με τα μαύρα μολύβια, τα πρόσωπα τους, φυλακίζοντάς τα, με κάρβουνο στον καμβά, που έπαιρνε την εκφραστικότητα που του έλειπε, καθώς αρχικά άψυχος κοίταζε στο κενό.
Εάν και δεν μου έκανε καρδιά ακόμη να φύγω από ένα τόσο γεμάτο ζωή καλλιτεχνικό στέκι, ρώτησα για την ώρα, έναν κομψό κύριο δίπλα μου, που παζάρευε την τιμή ενός εντυπωσιακού πίνακα με νούφαρα, που σαν μάτια λίμναζαν σε θαλασσοπράσινα νερά. Ένα κακό αντίγραφο του Mone.
Έβγαλε το κομψό του ρολόι από το φράκο, που κρεμόταν στην λεπτή αλυσιδίτσα.
Δεν είχα πολύ χρόνο στην διάθεσή μου. Έπρεπε ν' αναβάλω την απόλαυση, ενός αρωματικού καφέ και την παραμονή μου στα παραδοσιακά χαριτωμένα στρογγυλά τραπεζάκια μιας λιλιπούτειας κομψής καφετέριας με τα αναμμένα κεράκια στα πολύχρωμα ρεσώ.
Μόλις που προλάβαινα να επισκεφτώ τον Πύργο του Άιφελ, που δέσποζε γίγαντας επιβλητικός. Παρακολουθούσε τους άτακτους υπηκόους του, που πηγαινοέρχονταν στους δρόμους της πόλης. Κατάφερα ν' ανέβω με τα πόδια αρκετά σκαλιά. Αισθάνθηκα έναν αέρα ελευθερίας να με περιβάλει ήδη από το πρώτο σκαλοπάτι που το πόδι μου κατέκτησε.
Όταν κατόρθωσα να φτάσω σ΄ ένα αρκετά ψηλό επίπεδο, έβγαλα τα κιάλια και παρατηρούσα ένα τεράστιο αερόστατο με πολύχρωμα πανιά που σε ταξίδευε σε πολύχρωμους ορίζοντες. Ο ουρανός σ΄ όλο το μεγαλείο του.
Ο χρόνος εξέπνευσε γρήγορα που είχα στην διάθεσή μου κι εγώ βρέθηκα στο πέρασμά του, να χτυπώ την πόρτα του πλούσιου οικοδεσπότη μου. Η έπαυλή του, η Μέκκα της Τέχνης. Ένα καλλιτεχνικό γεγονός που συζητούνταν στους καλλιτεχνικούς κύκλους εδώ και μήνες. Όλη η αφρόκρεμα ενός κύκλου του πνεύματος.
Μύρισα τον αέρα της ύπαρξής του. Κατάλαβα αμέσως πως είσαι εσύ. ΨΥΧΗ.
Μύρισα τη σκόνη της βαριάς ατμόσφαιρας. Αυτό το μυστήριο που ενώνει δυο σκονισμένες ψυχές, που τορπιλίζονται ανάμεσα στ' άστρα και γλιστράνε για το μεγάλο τους εμπειρικό ταξίδι. Στον πλανήτη, όπου τα ίχνη της ζωής δεν πεθαίνουν ποτέ, όπου οι αισθήσεις και τα συναισθήματα μένουν ζωντανά αιώνια. Στο ξέφωτο της πεδιάδας Τόμπο, όπου η καρδιά χτυπά στους ρυθμούς της Αγάπης ανάμεσα σ΄ έναν γαλάζιο ουρανό και σε γάργαρα νερά, λιώνοντας τους πάγους της.
Η σκιά σε οπτικά παιγνιδίσματα άρχισε να πλησιάζει. Μύριζε θειάφι από τον κρατήρα μιας καρδιάς σε έκρηξη. Πλησίαζε και πλησίαζε. Κοντοστάθηκε.
Ποια η σημασία, ποια από τις δυο ψυχές μας είχε προσγειωθεί πρώτη ή δεύτερη στο ταξίδι ανάμεσα στους πλανήτες. Σημασία είχε το εδώ και το τώρα. Σταμάτησε απότομα. Ένα μαύρο καπέλο μάγου, μπότες μαύρες ψηλές καλογυαλισμένες, κολλαριστό άσπρο πουκάμισο, μανικετόκουμπα από ακριβά πετράδια.
Μια ματιά.
Ο πίνακας "Έναστρη νύχτα" του Βαν Γκογκ, είχε ανάψει όλα τ' άστρα της καρδιάς και είχε γίνει το επίκεντρο θέμα θαυμασμού και κολακευτικών σχολίων της πλούσιας καλλιτεχνικής ομήγυρις.
Συνάντηση και πάλι σε άλλο αιώνα.
Τα μάτια σε πλήρη ταύτιση.
-Ωγκύστ, άκουσα μια βαριά και μυστηριώδη φωνή να πλανάται στο αέρα.
-Καλλιτέχνης, πρόφερα.
Το αιώνιο φιλί πλανήθηκε στον αέρα, περνώντας πίσω από τις Πύλες της Κόλασης του αναβρασμού των πλανητών.
Η βαριά κουρτίνα της μνήμης έπεσε, όπως ένας μυστηριώδης Πλούτωνας που κατάπιε όλα τα αστρικά μυστικά του.

Aπόσπασμα από το vivlio.net

http://tovivlio.net/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CE%AD%CE%BA%CF%84%CE%BF/


Αρχαίες ψυχές, απόσπασμα έβδομο

                                                  




Η πόλη, ένας μεγάλος φάρος φώτιζε από μακριά.
Πέφτοντας από τον ουρανό, τα φτερά της ψυχής μου, προσθαλασσώθηκαν.
Πρόβαλα το κεφάλι από τα παγωμένα νερά και αντίκρισα όχι και πολύ μακριά, το άγαλμα της Ελευθερίας. Ελευθερίας μου.
Ξεπλύθηκα από την αστρική σκόνη και το μάτι μου περιπλανήθηκε στα νερά.
Γλαροπούλια με είχαν κυκλώσει και ψάρευαν με το ράμφος τους τ΄ απομεινάρια από ψίχουλα που επέπλεαν από το φέρι που είχαν ρίξει οι επιβάτες στην αγκαλιά της.
Αναρίγησα από το παγωμένο νερό και κολύμπησα ως την ακτή. Οι ψυχές είναι αυτές που πάντα κολυμπούν, μέχρι το χείλος της αντοχής τους. Είναι αυτές που επιδεικνύουν δίψα και θάρρος ζωής σε κάθε περίσταση.
Έφτασα εξαντλημένη στο λιμάνι. Το κρύο διαπεραστικό. Λίγες ακόμη ώρες και θα ξημέρωνε. Χτύπησα διστακτικά και μετά όλο και με μεγαλύτερη ένταση την πόρτα του νυχτοφύλακα του λιμανιού. Μου έδωσε μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα να τυλιχτώ. Μου πρόσφερε μια κούπα αχνιστό τσάι, με δυναμωτικές σταγόνες λεμονιού και μπόλικο ρούμι που μου έκαψε τα σωθικά. Μια γλυκιά κούραση απλώθηκε σε όλο μου το σώμα και χωρίς να το καταλάβω έπεσα στην αγκαλιά του Μορφέα.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έκαναν την εμφάνιση τους από το τζάμι του μικρού φυλακίου. Η πόρτα μισάνοιχτη και το ελαφρύ αεράκι με ξυπνούσε. Ο φύλακας έλειπε, ίσως για μια επιθεώρηση, στο λιμάνι. Σηκώθηκα με βαριά καρδιά και κατευθύνθηκα στον νιπτήρα. Στην πάνω σειρά ντουλαπιών άνοιξα, ψαχουλεύοντας για καφέ και ζάχαρη. Έφτιαξα μια γερή δόση, για να με ξυπνήσει για τα καλά.
Σε άλλον αιώνα βρέθηκα και πάλι. Ταξίδεψα μέσα από την ίδια σκοτεινή σήραγγα και ξέπλενα την ψυχή μου στα νερά της σοφίας των ψυχών.
To ξυπνητήρι χτυπούσε σαν δαιμονισμένο και εγώ συνεχώς άλλαζα πλευρό. Πετάχτηκα από τ’ όνειρο που ολοζώντανο ακόμη σπαρταρούσε. Έπρεπε, ως εκτιμήτρια έργων τέχνης να μεταβώ το αργότερο σε μια ώρα, σε μια γκαλερί ζωγραφικής στο Μανχάταν. Είχα ταξιδέψει εκεί για λίγες μόλις μέρες. Έπαιζα τον πανικό στην ντουλάπα του ξενοδοχείου μου. Πέταξα αρκετές μπλούζες μέχρι να βρω την κατάλληλη, μια δαντελωτή άσπρη και δίπλα κρεμασμένο το γκρι μου ταγιέρ, μια στενή μακριά φούστα και το ίδιο κομψό σακάκι, που με έσωζε σε αρκετές περιστάσεις επαγγελματικών ραντεβού.
Οι ουρανοξύστες με κοίταζαν επιβλητικά, σαν νάνο που φύτρωσε στην δικιά τους ιδιόκτητη περιοχή. Μου έριξαν μια υποτιμητική ματιά που καταπατούσα το βασίλειό τους. Όσες φορές και να επισκεπτόμουν αυτή την πόλη με ξετρέλανε. Ο ρυθμός της σε συνέπαιρνε. Τα φώτα. Η λάμψη. Οι δρόμοι. Τα φανάρια που έκοβαν την αναπνοή κάθε φορά που ρύθμιζαν την κυκλοφορία και τ΄ αυτοκίνητα σταματούσαν σε απόσταση αναπνοής μπροστά από τα πόδια μας. Πάνω απ΄ όλα ο αέρας της ελευθερίας. Όλα στροβίλιζαν, πολύχρωμο καρουσέλ που ενθουσιάζει την ψυχή.

Πάτησα το κουμπί για τον ανελκυστήρα. Τα κουμπιά αναβόσβηναν, κόκκινο πράσινο σ΄ ένα παιχνίδι, ποιό από τα δυο θα υπερισχύσει.
Το ασανσέρ σταμάτησε απότομα και η βαριά ασημένια πόρτα του άνοιξε διάπλατα. Οι υπόλοιποι που το περίμεναν εξίσου ανυπόμονα για να τρέξουν στις δουλειές τους, με έσπρωξαν και πάτησα με δύναμη το πόδι του άντρα που βρισκόταν χωμένος στο βάθος. Με κεραυνοβόλησε με το σκοτεινό του βλέμμα.
Μετά, μας κατάπιε όλους πάλι ο σκοτεινός και αποπνικτικός θάλαμος του ασανσέρ. Ώσπου, πάτησε το πόδι του στο στοπ. Κάποιος, από τους συνεπιβάτες του χώρου του, το είχε ακινητοποιήσει.

Τότε μόλις αντιλήφτηκα, πως το τακούνι μου είχε σφηνώσει καθώς έτρεχα να προλάβω το ραντεβού στην μοντέρνα υπέρκομψη γκαλερί που θα με φιλοξενούσε στον 13 όροφό της. Το τακούνι έλειπε. Η κομψή γόβα μου, ελαφρώς πιο ταλαιπωρημένη ξεπρόβαλε δειλά από την κρυψώνα της, καθώς ήμουν στριμωγμένη στον γεμάτο θάλαμο. Πανικόβλητη για την μικρή, αλλά σημαντική απώλεια παρέμεινα εγκλωβισμένη και πάλι στην αγκαλιά του σκοτεινού ασανσέρ και ξαναπάτησα για ισόγειο. Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στον χώρο του και σε μια γωνιά κοντά στην στριφογυριστή είσοδο, περιχαρής το εντόπισα. Προσπάθησα να το στερεώσω, στην μικρή εγκοπή του τακουνιού μου, αλλά μάταια.
Ωραία, θα πήγαινα λοιπόν στο ραντεβού ελαφρώς πατώντας στον αέρα, σαν πρίμα μπαλερίνα, στηριζόμενη σχεδόν στις μύτες των ποδιών της, προσπαθώντας να ισορροπήσει. Αυτή την φορά το ασανσέρ ανέβηκε αστραπιαία και ανοίγοντας την πόρτα της γκαλερί, ανάμεσα σε αναρίθμητα πολύχρωμα έργα τέχνης ξεπρόβαλε το κεφάλι πάλι, του άντρα μου μόλις πριν λίγη ώρα είχα την τύχη να με κεραυνοβολήσει άγρια, καθώς το πόδι του είχε υποστεί κάκωση γερού πατήματος. Άφησα ένα ελαφρύ επιφώνημα και από την ταραχή, μου έπεσε το κομμάτι του τακουνιού που είχε ξεμείνει στα χέρια μου μπροστά στα πόδια του. Προφανώς, ήταν ο ζωγράφος που ήθελε να εκτιμήσω τα έργα του. Τα κομψοτεχνήματά του, τους μικρούς του θησαυρούς όπως πιθανώς, θα τους αποκαλούσε.
Σε αυτά τα μάτια, καθρέφτισες πάλι την Ρώμη της νεανικής μας τρέλας. Στο Παρίσι πάλι, την Τέχνη. Ναι, ήσουν εσύ. Αποκωδικοποίησα το μήνυμα της ψυχής σου στο ταξίδι της ανάμνησης μέσα στον χρόνο, με τόπο, το τώρα.
Λίγες μέρες αργότερα στην πτήση με ενδιάμεση στάση το Χίθροου, η εξέταση ήταν εξονυχιστική με επίδειξη ταυτότητος με το αποτύπωμα της ίριδος. Κατευθείαν μες στα μάτια, τις πύλες της ψυχής.

Aπό το vivlio.net
http://tovivlio.net/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CE%AD%CE%B2%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%BF/

                                                             Απόσπασμα 8&9
                                                                         

                                                                  Μetamorfosis ,deviantart


O ουρανός άνοιγε στα δυο. Tα σύννεφα σχίζονταν καθώς η μύτη του αεροπλάνου, πυξίδα, μας έδειχνε τα περάσματα που έπρεπε να διασχίσουμε. Η ρυθμική αναπνοή των τουρμπινών του αεροπλάνου, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε, πως σαν σταμάταγε την αναπνοή του, η ζωή μας στον παλμογράφο, θα έδειχνε το απόλυτο κενό. Κάθε μέρα της ζωής μας, πρέπει να εκτιμάται, να ζείτε με πάθος για ζωή, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι η τελευταία του μέρα.

Μέτραγα τις ρυθμικές του ανάσες και ξύπναγα από το ονειροπόλημα. Πάντα πέταγα στα σύννεφα, τώρα κυριολεκτικά. Μου άρεσε ο κοσμοπολίτικος αέρας των ταξιδιών, οι εμπειρίες που έκλεινες, κάθε φορά στην βαλίτσα του ταξιδιού σου. Άλλωστε το ταξίδι μετράει και αυτό στην ζωή και ας μην φτάνεις αποκλειστικά στον προορισμό.

To αεροπλάνο έσφυζε πολύβουο μελίσσι. Αεροσυνοδοί, πηγαινοέρχονταν παλαντζάροντας με δεξιοτεχνία τους δίσκους, άλλοτε σέρνοντας το καροτσάκι με τους καφέδες, χυμούς και φαγητά.

Η οθόνη, την ώρα εκείνη έπαιζε μια κωμωδία, η φασαρία όμως, ήταν τόσο μεγάλη που δεν απολάμβανες το σκέρτσο των ηθοποιών, αλλά γελούσες μηχανικά να μην ξεφύγεις από το γέλιο που έπρεπε να κάνεις τις συγκεκριμένες κωμικές στιγμές. Η εφημερίδα του διπλανού με αποσυντόνιζε από τις σκέψεις μου κάθε φορά που άλλαζε σελίδα. Εκεί μέσα γράφονταν τα πάντα. Οι παχιοί τίτλοι κάθε φορά σ’ ενημέρωναν για τα τελευταία γεγονότα, ποτέ όμως δεν έγραφαν πώς, να χειριστείς και πορευτείς στην δική σου ζωή. Αυτό αποτελούσε προσωπικό σου κάθε φορά προνόμιο. Εξάλλου είναι τόσο απρόβλεπτη και τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της, σου τις φυλάει εμφανίζοντας τις ξαφνικά και σε ανυποψίαστο χρόνο. Δική σου η ζωή, δικές σου και οι επιλογές. Ακόμη και ένα λεπτό μετά, παίζει ρόλο για το πώς θα εξελιχθεί.



Έπειτα οι ψυχές είναι ελεύθερες.

Μεταμορφώνονται, όπως οι πεταλούδες.

Αναπνέουν γνώση, φιλοσοφία, θρησκεία.

Είναι αιώνιες.

Δεν εγκλωβίζονται στον χώρο και στον χρόνο.

Δεν φυλακίζονται.

Η ψυχή μπορεί ταυτόχρονα να γευτεί και να βιώσει περισσότερες εμπειρίες, αλλά απαιτεί ένα επίπεδο εξέλιξης, στο οποίο όλες οι ψυχές ίσως δεν έχουν φτάσει. Είναι σε θέση να ζήσει πολλές εμπειρίες ταυτόχρονα, δεν σχετίζεται όμως με το παρόν.Όταν κοιτάζεις μες στα μάτια, η ψυχή σου αντανακλάται μέσα στην άλλη ψυχή και μεταξύ σας αναπτύσσεται ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας.



Σ΄ έναν κόσμο τρισδιάστατο μέσα στο Σύμπαν η πραγματικότητα το να ζήσεις στιγμές, εξαρτάται κάθε φορά, από την ενέργεια του δέκτη. Αυτή η ενέργεια, είναι φως, αγάπη, γνώση. Όταν κάποιο μέρος της είναι σε εξέλιξη, δεν μπορεί να υπάρξει ακόμη επικοινωνία ουσιαστική μεταξύ μιας ψυχής και μιας άλλης. Εάν δεν έρθετε στο ίδιο μήκος κύματος, είναι σαν να κτυπάς μια πόρτα, αλλά μένει πάντα κλειστή. Τα μάτια σου είναι ανοιχτά, αλλά δεν ακούς με την καρδιάς σου.

Όταν δεν υπάρχει διάλογος, δεν υπάρχει και αντίλογος.Πόσο θα περιμένεις;Προσγειώνεσαι χωρίς να σου δοθεί η ευκαιρία να ξεδιπλωθείς, μένεις πάντοτε τυλιγμένος.

Το να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη και να μην το λες είναι σαν να τυλίγεις ένα δώρο και να μην το δίνεις. William Arthur Ward.



Kαι δεύτερη προσγείωση, τα φώτα της πόλης φαίνονταν από μακριά. Τα μεγάλα φτερά του πουλιού άρχισαν να δίνουν όλο τους το βάρος στις ρόδες, που άρχισαν να τσουλάνε στον μεγάλο αεροδιάδρομο. Κατεβαίναμε, πέρναγα μέσα από την μεγάλη φυσούνα που θα μ΄ έβγαζε στις κυλιόμενες για την παραλαβή των αποσκευών. Ένα τεράστιο διαφημιστικό σ΄ έναν από τους τοίχους του αεροδρομίου τράβηξε την προσοχή μου. Το νέο άρωμα Michael Angelo τυλιγμένο σε φτερά. Μπλε γράμματα έγραφαν «Ελευθέρωσε τον άγγελό σου».

Πατούσα το πόδι μου, ελεύθερη, σε ελληνικό αέρα. Έφτασα στον προορισμό μου.



My Angel by Spuckmeyer,deviantart

                                Angels We Have Heard on High


Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού. Από τις μισάνοιχτες γρίλιες το λιγοστό φως τρύπωνε από τις σχισμές. Μια δεσμίδα φωτός, φώτιζε με το λιγοστό φως, το ακόμη σιωπηλό διαμέρισμα. Ένα παλιό διατηρητέο νεοκλασικό. Μια φιδίσια σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο σ ΄ένα φιλόξενο σαλόνι. Το λεπτό άρωμα από κερί βανίλιας ξεδιπλωνόταν στον χώρο. Έπεσα κυριολεκτικά μέσα στην άνετη μπερζέρα μ΄ αυτιά, ήμουν ακόμη αρκετά κουρασμένη από το πολύωρο υπερατλαντικό ταξίδι.

Η ματιά μου έπεσε στο κάδρο πάνω από τον καναπέ απέναντί μου. Μια μεταξοτυπία του Γ. Σταθόπουλου. Απεικόνιζε ένα ζευγάρι ρωμαϊκής ή αρχαιοελληνικής εποχής. Με φόντο το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Μύτες σχεδιασμένες σύμφωνα με τα κλασσικά πρότυπα. Μάτια γλυκά, αμυγδαλωτά. Κυματιστά μαλλιά, που έπαιζαν με το ελαφρύ χάιδεμα από το αεράκι. Είχε σαλπάρει για το ταξίδι του.

Η γυναίκα με σκουλαρίκι βυζαντινό, βαρύ που κρεμόταν σχεδόν μέχρι τον αλαβάστρινο λαιμό της. Κρατούσε με το ένα χέρι στολισμένο από ένα χρυσό, βαρύ βραχιόλι τον βαθυκόκκινο πλουμιστό χιτώνα της, σαν να είχε νοτίσει από βαρύ κρασί Βουργουνδίας. Κοινό χαρακτηριστικό του άντρα και της γυναίκας, πως και οι δυο κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση.Ναι την ίδια κατεύθυνση. Τα μάτια μου έμειναν κολλημένα στον βαθύ ορίζοντά τους, που σκούραινε. Ένας ορίζοντας κοινός, που καιγόταν από την ίδια φλόγα και πάθος για ζωή.

Στον κόσμο μας τον απέραντο, πόσοι αλήθεια άνθρωποι δεν προσποιούνται επικοινωνία, σχέσεις, ύπαρξη. Δεν ζουν, απλά υπάρχουν στην προσωπική, αλλά και επαγγελματική τους ζωή.Το παιχνίδι της προσποίησης. Ένα παιχνίδι τετριμμένο, κοινό. Στον κόσμο, πλέον φυσικό. Όλοι έμαθαν να παίζουν τους κανόνες αυτούς, απλά, εύκολα.

Πόσοι άνθρωποι αλήθεια δεν μιζεριάζουν, δεν κακολογούν, δεν εκδικούνται, δεν εξοντώνουν.

Όχι όμως, οι άνθρωποι Ψυχές.

Οι Ψυχές, αναμετριούνται στο κόσμο γυμνές, απέριττες.

Ο φόβος, τους είναι άγνωστος.

Δεν ανταγωνίζονται. Αλληλοσυμπληρώνονται. Φωτίζουν τους εαυτούς τους και τους άλλους.

Υπάρχουν. Ζουν.

Η ζωή τους σημαίνει αγάπη, δοτικότητα.

Το αντίκρισμα τους, Παράδεισος.

Δεν χορεύουν πλάτη με πλάτη σ΄ έναν λαβύρινθο που οδηγεί στην Κόλαση της απουσίας.

Χορεύουν κυκλικά, όπου ο Χρόνος είναι άχρονος στο παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Όταν η ψυχή ξεγυμνωθεί, το σώμα δεν έχει ανάγκη από ενδύματα. Στέκεται γυμνό, απέναντι στην ψυχή.

-Δεν φοβάμαι να τσαλακωθώ, να πετάξω την πανοπλία μου. Να σταθώ καταπρόσωπο.

-Ξέρεις κάτι; Κάθε μέρα μαθαίνω, εξελίσσομαι. Κάνω πολλά λάθη και έχω αρκετές ατέλειες και ξέρεις γιατί; Είμαι μόνο ένας ταπεινός άνθρωπος. Αλλά είμαι εγώ, ο Εαυτός μου.

-Έμαθα να ρισκάρω, να αγαπώ και να μαθαίνω. Ένα βιβλίο του Leo Buscalia, να δεις το έγραφε, δεν θυμάμαι ακριβώς σελίδα.

Από την μονοπώληση μου, με έβγαλε ο χτύπος του κουδουνιού.

-Γύρισες και εσύ από το ταξίδι των Ψυχών μας;

Καθώς διέσχισα τον μακρύ διάδρομο, για ν’ ανοίξω, το βλέμμα μου έπεσε σε μια φωτογραφία του 1900.Μια γυναίκα σε κάδρο, ντυμένη με μαύρα ρούχα εποχής από βαρύ ταφτά, κοίταζε με ύφος μελαγχολικό. Από κάτω γραμμένο ένα ποίημα.

Σ΄ αυτή την φωτογραφία, η ψυχή πολύ φωτογραφήθηκε και κάηκε, αρνητικό που ήπιε πολύ φως να ξεδιψάσει.



 Το κάρμα των ψυχών, νότισε τόσο από το πορτραίτο της καρδιάς, που θα εγκαινιαστεί αποκαλυπτόμενο στο Άρμα του νέου Χρόνου.

 Με το πινέλο Νο 14 βάψε ότι ξέβαψες.



Ένα ξεχασμένο βιβλίο ποίησης, ελαφρώς σκονισμένο που είχα ξεχάσει εδώ και καιρό αδιάβαστο.

-Είσαι ο φωτογράφος της ψυχής μου, ζωγράφος του είναι μου.

Όταν ο Έρωτας συναντήσει την Ψυχή, τότε ναι, οι ψυχές συναντιούνται πραγματικάΆνοιξα την πόρτα και μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο, καλωσόρισα το κεφάλαιο στην ζωή μου. Εσένα.


      ΔΥΝΑΜΗ
Kατέδωσε τη στιγμή.
Θα καταδώσω τον χρόνο.
Μαζί χορέψανε.
Κουρνιάσανε στις όχθες της αγκαλιάς.
Βημάτισαν σε χέρια που κρατάνε.



Ανδρονίκη Ατζέμογλου




                                                             
                                                 Girl Reading by Charles Edward Perugini 1878


http://tovivlio.net/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%8C%CE%B3%CE%B4%CE%BF%CE%BF/


       Για την Νουβέλα Επίγειος Ουρανός - τραγουδιστής Νίκος Παπαδόπουλος




Μερικές φορές οι ψυχές αγγίζουν τον εαυτό τους σαν τα χέρια του χρόνου, και όταν βρίσκουν ο ένας τον άλλο, πρέπει να την κάνουν αγάπη
Τάνια Belletti

Art James-Jacques-Joseph Τισότ (1836-1902)









" Είσαι ο ουρανός. Όλα τα άλλα είναι απλά ο καιρός."

- Pema Chodron -




Οι αιώνιες αγάπες αρχίζουν από τις ψυχές, προτού τα σώματα συναντήσουν το ένα το άλλο"
                                                                          Paulo Coelho

Κάθε μέρα θα θέλω να σε δω σήμερα.

Angels -Victoria Art Carthey


 


Η αγάπη δεν αποτελεί μέρος των συναισθημάτων σου. Κατά κανόνα, αυτό νομίζουν και βιώνουν οι άνθρωποι, αλλά κάθε τι, που σε κατακλύζει είναι πολύ ασταθές. Έρχεται σαν τον άνεμο και προσπερνάει, αφήνοντάς σε πίσω, άδειο, συντετριμμένο, μέσα στη λύπη και τη θλίψη.
Σύμφωνα με εκείνους που γνωρίζουν όλο το ''είναι'' του ανθρώπου, το νου του, την καρδιά του και το ''είναι'' του, η αγάπη πρέπει να αποτελεί μια έκφραση του ''είναι'' σου, όχι ένα συναίσθημα.
Το συναίσθημα είναι πολύ εύθραυστο, πολύ μεταβλητό. Τη μια στιγμή σου φαίνεται πως αυτό είναι το παν. Την άλλη στιγμή είσαι άδειος.
Το πρώτο λοιπόν πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να βγάλεις την αγάπη από το πλήθος των κατακλυσμιαίων συναισθημάτων. Η αγάπη δεν κατακλύζει. Αντίθετα, η αγάπη αποτελεί μια τεράστια ενόραση, διαύγεια, ευαισθησία, επίγνωση.
Αλλά αυτό το είδος της αγάπης σπάνια υπάρχει, διότι πολύ λίγοι είναι οι άνθρωποι που φθάνουν έως το ''είναι"
~Οσσο








Το αφήνω στο πρωτότυπο,αμετάφραστο.Ήταν μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της ΨΥΧΗΣ.

“The soul wants many things – to be loved, to be heard, to be named and seen, to be taught, to be let out, out in the street, out of the prisons of psychological systems, out of the fiction of interiority which forces it to project itself to gain outer recognition. We know too it has a vital interest in the life and behavior of its keeper on whom it depends; but this interest is not in the life and behavior as such, to help it or cure it. Rather it seems to be an interest in life for soul’s sake. It seems to ask that our sense of first importance shift from life to soul, that life be given value in terms of soul and in preference to a soul valued in terms of life. Thus, it does not brook neglect in life – this above all; and so it is like the ancient gods who considered impiety to consist in one great sin, neglect.”
He is suggesting, and I would agree, that one way in which the world as a whole, and we as individuals, suffer, is through neglect of the small, the minutia of each moment. To live in want with an acceptance of what he refers to as the soul’s inferiority, may help us to recognize the spiritual drive away from soul towards perfection, insisting rather, that we either fix an idealized vision of the world into perfection, or have no world at all. That is very much a current running through our cultural mythology: apocalyptic, dire, either-or, nuclear-powered, climate-changing destruction which is hard not to believe in. It fuels both hope and hopelessness, moving our sights away from soul, replaced by a vision of the future shaped by our idealized beliefs.
“No psychological act can fully satisfy, no interpretation truly click like a key in a lock, no relationship of souls complete the lack and failure that reflects the essence of psyche. Imperfection is in its essence, and we are complete only by being in want. There will always be a mistake which is precisely what gives value to psychotherapeutic courage.”
Yes, the courage to live in the mess of our lives, the wounds that never quite heal, the others we can’t always help, the horrors taking place daily on the world stage, and to live with the intentionality of our unique character and calling.
All quotes from Hillman, James (2012-02-14). Healing Fiction. Spring Publications, Inc.. Kindle Edition.




       Δεν έχει σημασία ποιος είσαι και πόσο ωραίος είσαι όσο υπάρχει κάποιος που σ’ αγαπάει.
       Roald Dahl, 1916-1990, Βρετανός συγγραφέας








Βασικά θέλουμε κάποιον που να μας εμπνεύσει να γίνουμε,
αυτό που  ξέρουμε ότι μπορούμε να είμαστε. 
RALPH WALDO EMERSON.











                                               Αυτός την βλέπει.
                                              Αυτή τον φαντάζεται.
                                              Αυτός της μιλάει.
                                              Αυτή ακούει.
                                              ΚΛΕΛΙ  ΑΒΙΤ    Μamaya



                               Κάθε συνάντηση δεν είναι τυχαία, μια όμως μοιραία.
                               Η δίδυμη φλόγα, μέσα από το ταξίδι του παρελθόντος έδεσε φτερά
                               στο παρόν και πέταξε τον ουρανό στην γη του μέλλοντός σου
                               με συνωμότη το σύμπαν.
                              Εκεί έξω περιμένει να γίνει φλόγα αγάπης.

                              Επίγειος Ουρανός ,νουβέλα προς Έκδοση
                              Ανδρονίκη Ατζέμογλου











 


2 σχόλια:

  1. Σ' ευχαριστώ Γιάννη,είναι τιμή για μένα να γράφεται από έναν άνθρωπο, που βρίσκεται μέσα στα δρώμενα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή