Τρίτη 18 Απριλίου 2023

"Όταν το χρήμα γίνεται οδηγός"-Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 

                            PARIS 2048 byEntArt3t

 

Το μικρό κομψό τσαντάκι κρεμόταν χαλαρά από τον γυμνό της ώμο. Ήταν μεσαίου μεγέθους. Έμοιαζε ίδιο με λέπια γοργόνας σ’ ένα ανοιχτό θαλασσί χρώμα. Πολύ της μόδας οι παγέτες τη φετινή χρονιά. Έκλεινε μ’ ένα ασημί κούμπωμα, σαν πορτοφόλι. Κάθισε στην άσπρη σκαλιστή καρέκλα με το μαλακό βελούδινο ηλεκτρίκ μαξιλαράκι κι έσκυψε ελαφρώς μπροστά για να την τραβήξει κοντά στο τραπέζι. Άνοιξε νωχελικά τον κατάλογο ενός από τα ακριβότερα εστιατόρια της πόλης. Της το είχαν προτείνει ανεπιφύλακτα από το ταξιδιωτικό γραφείο με το οποίο είχε ταξιδέψει για διακοπές αναψυχής στην καρδιά του Παρισιού. Βλέπεις, είχε το χρηματικό προνόμιο να ταξιδεύει πολύ συχνά.

Το δαχτυλίδι στο χέρι της, το οποίο γυάλιζε, επιβεβαίωνε την οικονομική της ευχέρεια. Ένα πράσινο σμαράγδι το διακοσμούσε και καμάρωνε -ίδια η Κλεοπάτρα- με το κατάμαυρο καρέ μαλλί της σαν έβενος. Οι αφέλειές της σκέπαζαν το μέτωπό της με μια κουρτίνα φράντζας. Τα μάτια της εστίασαν στ’ ακριβότερα είδη του καταλόγου και με άπταιστα γαλλικά παρήγγειλε για αρχή χαβιάρι κα ένα μπουκάλι Chateau d’ Yquem 1787. Ο σερβιτόρος με το μαύρο κουστούμι του με το παπιγιόν, περίμενε υπομονετικά να ολοκληρώσει την παραγγελία της. Στο άκουσμα του πανάκριβου αυτού μπουκαλιού κρασιού, που εκείνη επέλεξε τινάχτηκε αποσβολωμένος σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Ήξερε πως στο κελάρι δεν υπήρχε αυτό το σπάνιο κρασί.

«Μαντάμ, θα σας λυπήσω, αλλά δεν έχουμε στην κάβα μας αυτό το κρασί.»

Το παπιγιόν του σαν ν’ άρχισε να τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο στον λαιμό, μέχρι που φάνηκε έτοιμο να τον πνίξει γι’ αυτό που κατάφερε να ξεστομίσει. Το εστιατόριο αυτό, στον κόσμο της καλής κοινωνίας, είχε εξέχουσα φήμη και σε καμία περίπτωση δε θα ήθελαν να δυσφημιστούν. Εκείνη, σαν να ξέχασε την καθωσπρέπει ευγένειά της και χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο τραπέζι. Με επιτακτική φωνή απαίτησε.

«Θα μου φέρετε το μπουκάλι που σας παρήγγειλα, ή φωνάξτε τον προϊστάμενο του εστιατορίου να  του μιλήσω.»

Στο τραπέζι έβγαλε με φόρα μια δέσμη από χαρτονομίσματα που πετάχτηκαν σαν πράσινα τέρατα. Λερναίες Ύδρες, έτοιμες να εξαγοράσουν οποιαδήποτε τολμηρή αντίσταση. Την είχαν κακομάθει αυτές οι πράσινες Λερναίες Ύδρες, που αποκεφάλιζαν όποιον δεν υποτασσόταν στις απαιτήσεις της και τ’ ακριβά της καπρίτσια. Είχε τον τρόπο της να τους πουλάει και να τους αγοράζει όλους, χάρη σε αυτά τα πράσινα δαιμονικά. Ο σερβιτόρος μουρμουρίζοντας σαν να προσπαθούσε να λύσει γρίφο, απομακρύνθηκε βιαστικά.

Τελικά, ο προϊστάμενος της χρύσωσε το χάπι κερνώντας την ένα άλλο εκλεκτό ακριβό κρασί της κάβας και μια απολαυστική  μελλοντική γευστική επίσκεψη στον πολυτελή τους χώρο, για όποτε την έφερνε ο δρόμος της ξανά. Εκείνη, έκλεισε την βραδιά παραπατώντας ελαφρώς κι αναπνέοντας τον Παριζιάνικο αέρα, βγαίνοντας στη σιγαλιά της νύχτας. Μια λιμουζίνα την περίμενε για την επιβίβασή της και την επιστροφή στο Νοvotel Paris Les Halles. Eίχε κλείσει φυσικά μια λουξ σουίτα. Έσφιξε μισοζαλισμένη το κλειδί που της έδωσαν στη ρεσεψιόν και κατευθύνθηκε στον πολυτελή  εσωτερικό χώρο.

Εκεί, ξαφνικά, μέσα στο ακριβό της κλουβί, τη χρυσή της φυλακή, εγκλωβίστηκε, όσο οι άλλοι τη μακάριζαν με σχόλια και likes για τη χλιδάτη της ζωή, τα σπίτια πολυτελείας, τα ταξίδια σε ακριβά θέρετρα, τα αυτοκίνητά της κι όλα όσα ο νους επιθυμεί. Έκανε να πάρει κάποιο φίλο, μα συνειδητοποίησε πως ακόμη και τις σχέσεις τις φιλικές, τις δωροδοκούσε με το πλούσιο πορτοφόλι της κι έτσι κατάφερνε να τις συντηρεί. Τότε, σε μια στιγμή παροξυσμού, ένιωσε γυμνή από συναισθήματα. Δεν είχε πια ανθρώπινη μορφή και τα μάτια της είχαν γίνει ανοίγματα ενός γιγάντιου πορτοφολιού. Το σώμα της, ένα χρηματικό περιεχόμενο. Οι άνθρωποι που την περιστοίχιζαν, πιόνια που κινούσε με το χρήμα της. Η κενότητα την κυρίευσε. Έπεσε βαριά στο στρώμα κι αποκοιμήθηκε.

Την επόμενη μέρα της επιστροφής της, στο απέναντι πεζοδρόμιο η ματιά της έπεσε σ’ ένα διαφημιστικό με τον Βοb Marley να της χαμογελά με νόημα. Διάβασε: «Μοney can’ t buy life». Ειρωνεία της τύχης, σκέφτηκε. Τα είχε όλα κι όμως τίποτα. Αναρωτήθηκε πόσοι άραγε έμεναν μαζί της γι’ αυτήν ή για χάρη των τραπεζικών της επενδύσεων.

Στη λιμουζίνα που τη μετέφερε, μια εφημερίδα στη θέση του συνοδηγού έστεκε φαρδιά πλατιά με τεράστια κόκκινα γράμματα στο εξώφυλλό της. Ο τίτλος έλεγε: «Η σχέση με το χρήμα ως κινητήριος μοχλός….» Έπεσε στα χέρια της σαν απάντηση της μοίρας. Η ανάγνωσή της όμως αυτή τη φορά, στάθηκε δύσκολη, άβολη, επίπονη: «Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα από τη Δρ. Kathleen D. Vohs στο περιοδικό Science, αποδεικνύει πως το χρήμα είναι βασικός παράγοντας παρακμής των αξιακών μας συστημάτων. Απομακρύνει κάθε είδος δημιουργικότητας, αφού θεωρείται αυτονόητο κλειδί που ανοίγει κάθε πόρτα χωρίς κόπο. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ως στόχο του -αποκλειστικά- να βγάλει χρήματα, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του στρες του ως κι 85%, ενώ διακατέχεται από μόνιμη καχυποψία, πράγμα που κάνει τις σχέσεις εξαιρετικά δύσκολες.»

«Ως άνθρωποι αξίζουμε να κακομαθαίνουμε τον εαυτό μας με μικρές πολυτέλειες, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε πώς να κρατάμε ισορροπία με το χρήμα και πώς να το διαχειριζόμαστε εμείς, αντί εκείνο, εμάς. Είναι ένα όχημα, αλλά εμείς οι οδηγοί του. Εμείς οι δημιουργοί κι όχι τα δημιουργήματά του. Πρέπει να αποτελεί ενέργεια ανακυκλώσιμη για το ευ ζην μας και σε καμία περίπτωση δύναμη χειρισμού. Αποτελεί ένα χρήσιμο  τιμόνι, αρκεί να γνωρίζεις να το χειρίζεσαι για δημιουργικούς σκοπούς κι όχι να σε πηγαίνει στα τυφλά.»

Έκλεισε απότομα την εφημερίδα και είπε στο οδηγό να σταματήσει λίγο πιο κάτω. Θα συνεχίσει με τα πόδια, σκέφτηκε, κι ένιωσε για πρώτη φορά τόσο ελεύθερη. Η διαφήμιση του Βοb Marley ξεπρόβαλε πάλι μπροστά της, μειδιώντας. Χαμογέλασε κι εκείνη. Κάτι θα ήξερε, δεν μπορεί.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου

 https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/mia-nuxta-me-polla-lefta-sto-parisi/?fbclid=IwAR0oeHpS50aHvEy2dsSR0tWzglpZteteCl3GAZrBn3U2MG8PHgXH_SRHGkQ

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Κωδικό όνομα-Ψάχνοντας την Αγάπη- Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 


 

                                                                          https://www.pillowfights.gr/pillowfighter/niki-atzemogloy/ 

 

 

«Θα τη βρω.» Έτριψε ελαφρά το πηγούνι του σαν ν’ αναζητούσε με ποιο τρόπο θα μπορέσει να πλησιάσει τον στόχο του. Οι ανώτεροί του τον προειδοποίησαν: στην πρώτη αποτυχία, θα έπεφτε και πάλι σε δυσμενέστερο επίπεδο ψυχής. Δίπλωσε τα φτερά του, η ιριδίζουσα μορφή του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η αποστολή έπρεπε να τελεστεί με απόλυτη μυστικότητα. Έπρεπε να βρει τρόπο να τη βρει, πριν οι Πύλες του Ουρανού κλείσουν την καταπακτή της σύνδεσής του με τη γη. «Ωραία τα κατάφερα» είπε. «Και τώρα;»

Ξεκίνησε να περπατά πιο βιαστικά. Ήταν σαν να έδινε ώθηση για το δύσκολό του εγχείρημα να βρει γρήγορα μια λύση. Έδωσε στον εαυτό του κι όνομα: «Από τώρα και στο εξής, εδώ στη γη, θα σε λένε Ερμή». Και ναι, γιατί όχι κι αυτός αγγελιοφόρος ήταν. Να κι ο πρώτος περαστικός. Τον πλησίασε και του χαμογέλασε: «Μια μικρή βοήθεια κύριε, να με πάτε στην οδό Νέστορος 7.» Ο περαστικός κοντοστάθηκε και τον κοίταξε λίγο αμήχανα. Είχε μπροστά του έναν τυφλό άνδρα με περίεργη αμφίεση, που σε καμία περίπτωση κανείς δε θα φανταζόταν ότι ήταν άγγελος. Ο Ερμής, είχε κάνει πολύ καλό καμουφλάζ. «Να, θα σας πήγαινα, αλλά βιάζομαι, με περιμένουν στη δουλειά και το αφεντικό θα δυσανασχετήσει, ήδη φαντάζομαι την αγριεμένη έκφραση του προσώπου του». «Δεν πειράζει να ‘στε καλά.» Αποτυχία, σκέφτηκε.

Όταν απομακρύνθηκε ο πρώτος του στόχος, περίμενε για τον νέο περαστικό καθισμένος πια σ’ ένα αναπηρικό, φτιάχνοντας το δεύτερο καμουφλάζ του και κοιτάζοντας ανύπαρκτες διαβάσεις, αφιλόξενα φανάρια που αναβόσβηναν στο άψε σβήσε, εμπόδια σιδερένιων όγκων, δηλαδή αυτοκινήτων που πάρκαραν οι οδηγοί ανενόχλητοι, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, σαν να είναι άρχοντες των δρόμων. Κι όσοι περνούσαν, σχεδόν έπεφταν πάνω του. Πόδια με αθλητικά, ψηλοτάκουνες γόβες, μποτίνια, γυαλισμένα αντρικά παπούτσια. Η αδιαφορία στο σεργιάνι. Σκέφτηκε πόσο σκληρός κι απόμακρος ήταν ο κόσμος ήταν, βουτηγμένος στη δική του ζωή, στην καλοπέραση ή τη δυσκολία του, στο δικό του εγώ. «Ας είναι», είπε.

Πήγε και κάθισε σε μια γωνιά παραδίπλα, να μπορεί να έχει καλύτερη οπτική επαφή. Τώρα το παλιό και τρύπιο σακάκι του σερνόταν και σκούπιζε το πεζοδρόμιο. Η μακριά του γενειάδα δέσποζε κάπως βρώμικη κι απεριποίητη. Με απλωμένο το χέρι περίμενε καρτερικά για κάποια βοήθεια να γεμίσει το άδειο στομάχι του. Σήμερα δεν είχε καρποφορήσει η μέρα, ούτε κάποιο λάφυρο είχε βρει από τους σκουπιδοτενεκέδες της γειτονιάς του. Τους είχε ψάξει όλους για κάτι φαγώσιμο. Αλλά πού τύχη, δεν υπήρχε πια τίποτα γι’ αυτόν. Τα είχαν φάει όλα οι γάτες που γύριζαν για τη ληστρική τους επιδρομή. Ακούμπησε το κεφάλι του ελαφρώς στον τοίχο, ακριβώς πίσω του, απογοητευμένος από τη σκληρότητα των περαστικών.

Ώσπου ένα αγόρι με τσαχπίνικο μουτράκι και δυο καλοσυνάτα ματάκια τράβηξε τη μητέρα του από την άκρη της ζακέτας της- όσο με το άλλο τής κρατούσε το δικό της χέρι. Την οδήγησε με γοργά βήματα προς τα εκεί. Η μητέρα του γύρισε και κοίταξε τότε τον ρακένδυτο άντρα. Τον πλησίασε αρκετά και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα. Έπειτα, του χαμογέλασε. Εκείνος ξεφύσησε με ανακούφιση κι ένα βάρος ελευθερώθηκε από το στήθος του.Έγινε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Τώρα τη θέση τους πήραν πάλι τα φτερά που είχε εξαφανίσει. Ήταν έτοιμος να πετάξει. Η ψυχή του είχε ανέβει επίπεδο. Η άνοδος ξεκίνησε. «Ώστε τα κατάφερες!»: Οι ανώτεροί του, τον χτύπησαν επιδοκιμαστικά στην πλάτη και τα φτερά του απλώθηκαν κατάλευκα και τεράστια σε μέγεθος.

Έχεις ποτέ σκεφτεί πως ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να βρεθεί κάτω από απρόσμενες συνθήκες στη θέση του τυφλού, του ατόμου με κινητικά προβλήματα, εκείνου που απλώς θα χρειαστεί μια οδηγία; Πως αυτός που προσπερνάς αύριο θα μπορούσε να είναι κάποιος που σου μοιάζει; Μην ξεχνάς, με το να χαρίζεις αγάπη, πάντα κερδίζεις. Γιατί η αγάπη είναι αυτή που σε ανεβάζει ένα σκαλί πιο ψηλά, ξεδιπλώνοντας το μεγαλείο της ψυχής σου.

«Tη βρήκα» είπε, κι ο ήλιος χαμογέλασε μέσα από τα σύννεφα.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦΕ-ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΑΤΖΕΜΟΓΛΟΥ

 

                       

 

 

 

 


                   

 

 

 

           


     

                         https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/senaria-kai-istories-gyrv-apo-enan-kafe/

 

 

 Έχω έναν φανταστικό φίλο. Πλανάται σαν φάντασμα στις σκέψεις μου. Κάθε πρωί, καθώς είμαι αγουροξυπνημένη και δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου και παλεύω με το ξυπνητήρι να σωπάσει, ζητάω χρόνο. Όπως καταλάβατε δεν είμαι πρωινός τύπος, αλλά με καλεί πάντα η δουλειά.

Σωτηρία μου, είναι ο φίλος  μου. Και τα πρωινά  για να μ’ ενεργοποιήσει, αλλά και τις καθημερινές κάθε φορά που έχω να φέρω εις πέρας μια σημαντική εργασία και ο χρόνος με πιέζει. Μα και τα απογεύματα όταν θέλω να χαλαρώσω και ν΄ απολαύσω τη στιγμή, μια ζεστή κούπα μ’ αυτόν ζητάω. Η συντροφιά του πάντα ανεκτίμητη.

Ο φίλος μου βλέπετε, είναι Βραζιλιάνος βέρος. Χορεύει στους ξέφρενους ρυθμούς των πωλήσεων ανά τον κόσμο. Τον πίνεις, σαν σκέτο γάργαρο νεράκι ή τον γλυκαίνεις και τον πίνεις σαν να ‘ναι επιδόρπιο. Ταξιδεύει συχνά από τον Βορά, τον Τροπικό του Καρκίνου και τον Τροπικό του Αιγόκερου. Είναι γαιοκτήμονας πολλών φυτειών. Εξάγει τους τόνους της παραγωγής του κατά κύριο λόγο στη Βραζιλία, στο Βιετνάμ και στην Κολομβία. Μόνο αυτός  και οι πετρελαιοπηγές πουλάνε τόση τρελά. Ευκατάστατος. Τις συναγωνίζεται. Ξένοι ανά τον κόσμο πίνουν στο όνομα του. Φιλανδοί, Νορβηγοί, Ολλανδοί, Αυστριακοί και Γερμανοί. Οι Μεσογειακοί λαοί ακολουθούν καταϊδρωμένοι. Οι  Ιταλοί στη 18 η θέση και οι Έλληνες στην 32η. Πωλείται σε κιλά, όχι αστεία.

Φυσικά δεν αποχωρίζεται ποτέ μια γλυκιά κυρία δίπλα του, αλλά και όσες φορές την αποχωρίζεται πικραίνεται, ή πικραίνει τους άλλους γύρω του. Το όνομα της ζάχαρη. Τον βοηθά να καμουφλαριστεί, εάν είναι βιομηχανοποιημένος και όχι και της καλύτερης ποιότητας. Η αρμονία του δεσίματος μεταξύ τους είναι ζήτημα χρόνου.

Ταξίδια κάνουν οι δυο τους πολλά. Στην Ιταλία, αυτός εσπρέσο (espresso), σβέλτος σαν γνήσιο ιταλικό αμόρε της προσφέρει με περίσσια χάρη μια θέση καθίσματος.

Το πρωινό τους ξεκινά με δυο μπισκοτάκια συνοδευτικά για τον κύριο καπουτσίνο (cappuchino), εσπρέσο με ζεστό γάλα και αφρόγαλα. Και να ξέρεις πως δεν πίνεται όπως ίσως τον πίνεις τ’ απογεύματα, αλλά μόνο τις πρωινές ώρες στην Ιταλία.

Τα βράδια το ζευγάρι κάθεται σε μπαράκια. Του προσφέρει ένα κουταλάκι η κυρία ζάχαρη. Και εάν τύχει κι είναι μαλωμένοι, σκέτο και το εσπρεσάκι. Βεβαίως-βεβαίως δηλώνεται με το παθητικό ρήμα esprimere -και σημαίνει «αυτός που αφαιρείται υπό πίεση». Ο κύριος αρχίζει να ζεσταίνεται κι αλλάζει το σακάκι του. Η αλλαγή του τώρα, σε μακιάτο (macchiato) γίνεται μ’ ένα κουτάλι αφρόγαλα. Μετά, πάλι με μια αλλαγή του σακακιού, γίνεται αμερικάνο -espresoo αραιωμένο με ζεστό νερό.

Ένα ρομαντικό ταξίδι μετά τον τσακωμό τους και θα τους βρεις πάλι στη Βιέννη, σ΄ ένα καφέ  βγαλμένο από τα παραμύθια, πριγκιπικό, στο Sacher. Περιβάλλονται από πολυελαίους και τον αέρα μιας φινέτσας. Εκείνου η ματιά πέφτει στα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας του. Εκείνης το αυτί ευφραίνεται από τους ήχους του αισθαντικού πιάνου. Απολαμβάνουν το περίφημο γλύκισμα με μαύρη σοκολάτα και βερίκοκο, άγλυκο, αλλά με πλούσιες στρώσεις σαντιγί. Πρώτη φορά λέγεται παρασκευάστηκε αυτή η λιχουδιά για τον πρίγκιπα Μetternich. Ο καφές τώρα ονομάζεται Βιεννουά. Για κάτι πιο κουλτουρέ βόλτες μαζί τους, κάνουμε μια αναδρομή και φτάνουμε στο 1876, στο αγαπημένο στέκι του Sigmund Freud, το Central Café. Αλλού μας το παίζει ο καφές και λίγο σταρ ο καφές, αλά George Clooney, ο Νεσπρέσσο.

Για το  δείπνο τους ένα έξτρα bonus αποτελεί για τον κύριο και την κυρία, ο αφογκάτο (αffogato), συνοδευόμενος από μια μπάλα παγωτό να ρέει μέσα στον καυτό εσπρέσο.

Εάν πάλι θέλουν να ευθυμήσουν λίγο παραπάνω οι δυο τους, ταξιδεύουν στην Ιρλανδία και τον πίνουν μ ένα ποτάκι, αυτός με ουίσκι και κρέμα, γνωστός ως  Ιrish Coffee. Στο Παρίσι με φόντο τον πύργο του Eiffel, μια μείξη καφέ με Grand Marnier. Στη Γερμανία πάλι πίνουν τον καφέ με μια γουλιά Schnaps.

Το ταξίδι τους  συνεχίζεται στην Τουρκία και στην Αίγυπτο για μια εμπειρία δυνατών γεύσεων. Το υλικό του εδώ με μικρό κόστος. Ο καφές τώρα, μια υποδεέστερη ποικιλία. Παρ’ όλα αυτά μια λατρεμένη  συνήθεια που πολλοί προτιμούν. Παλιομόδι της, αλλά γνωστός σε όλους ως ελληνικός. Με ύφος πολλά βαρύς και ασήκωτος. Καβουρδισμένος σιγοβράζει στο μπρίκι του, στη χόβολη. Στην επίσκεψη του ζευγαριού στην Ελλάδα, εκείνος θ αναφωνήσει «Βravo, αυτός είναι καφές!» κι εκείνη «έκαστος στο  είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες».

Εδώ όμως δε σταματά η πλούσια ποικιλία γεύσεων του καφέ. Μια επίσκεψη στη Γερμανία ή στη Γαλλία, φιλτράρει την ποιότητά του, η οποία έπειτα σερβίρεται αποσταγμένη μέσ’ από έναν χάρτινο κώνο του γνωστού φίλτρου Μελίτα, όνομα που πήρε από την κόρη ενός εκδότη, τη Μelita Bens το 1908.  Mετέτρεψε το υφασμάτινο πανί  στο οποίο στραγγιζόταν σε πεπιεσμένο, για να μην αφήνει ο καφές την πίκρα του.

Τώρα, εάν τον προτιμάς λίγο χτυπημένο,  «Shake, shake, shake…..», θα  σε συνοδεύει η γευστική  μοναδική πατέντα του φραπέ, μια συνήθεια που λάτρεψαν πολλές γενιές. Ο στιγμιαίος Νescafe με κρύο νερό, ζάχαρη και πάγο, σκέτος ή φραπόγαλο. Αυτή αποτελεί την ντεμοντέ βέβαια εκδοχή του. Ο διάδοχός του, ο φρέντο (freddo) κι αυτός κρύος, αλλά ελαφρώς πιο καταδεχτικός και light.

Σκέψεις γυρίζουν γύρω από τον φανταστικό φίλο μου. Με βγάζει όμως απ’ αυτό το ντελίριο, μια φωνή που ακούγεται στο βάθος. Βρίσκομαι ήδη στον χώρο εργασίας. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη να ελέγξω, εάν κατάφερα να στρώσω τη στολή εργασίας μου. Ισιώνω προσεχτικά το ταμπελάκι με το όνομά μου, διακοσμημένο, μ΄ ένα χαμογελαστό φατσάκι αυτοκόλλητο. Ανοίγω βιαστικά τη γυάλινη πόρτα. Ο θαμώνας μόλις έφυγε και δεν τον πρόλαβα. Κοιτώ πιο προσεχτικά στο τραπέζι που είχε σερβίρει τον καφέ η συνάδελφος μου και σχόλασε πριν λίγο. Λίγα κέρματα πουρμπουάρ και ένα βιβλίο ξεχασμένο στην καρέκλα «Τα μυστικά του barista». Έσκυψα και το πήρα. Το φύλαξα για το ενδεχόμενο πως θα το αναζητούσε. Ευκαιρία για ξεφύλλισμα σκέφτηκα. Ποιος ξέρει ποια χρήσιμα μυστικά θ’ ανακάλυπτα για τον φανταστικό μου φίλο;

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου
 
 
Νέο   Come Back  -Ευγνώμων Ανδρονίκη Ατζέμογλου