Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

«Ρε, σταμάτα να είσαι κορόιδο»-Aνδρονίκη Ατζέμογλου

Περιέχει μια εικόνα του: 

 

 

Οι πρώτοι περαστικοί του μεροκάματου διέσχιζαν με κλειστές ομπρέλες, άλλες μονόχρωμες, άλλες πολύχρωμες, τον πλακόστρωτο πεζόδρομο. Οι μικρές λιμνούλες νερών που είχαν σχηματιστεί μετά από την έντονη βραδινή νεροποντή, τους έκανε να βηματίζουν με μεγαλύτερες δρασκελιές για να μη βρέξουν τα ρούχα τους. Μερικοί, τελικά, δεν τα κατάφερναν και τόσο καλά να κρατήσουν στεγνά, τις κάλτσες και τα παπούτσια τους. Ίσως την επομένη μέρα να τη γλίτωναν από τη δουλειά με αναρρωτική. Ο καιρός, τώρα τελευταία, έπαιζε τρελό παιχνίδι με τις απότομες μεταβολές του. Του άρεσε να τους ντύνει και να τους γδύνει, ανάλογα με τις διαθέσεις του. Και το φαινόμενο δεν ήταν τοπικό, αλλά μάστιζε όλη την Ευρώπη.

Εδώ κι εκείνη, στο γνωστότερο στέκι των καλλιτεχνών. Εδώ που χτυπούσε η καρδιά της Μονμάρτρης, για ένα μεροκάματο. Κατέβασε από τον ώμο της τον μαύρο της σάκο. Στα μαύρα ντυμένη κι αυτή, σαν να είχε μόλις ξεπηδήσει από του Edgar Allan Poe «το Κοράκι». Από το σακίδιο έβγαλε ένα μικρότερο τσαντάκι. Ήταν σαν ν’ άνοιγε φύλλο, φύλλο ένα καλά τυλιγμένο κρεμμύδι.

Το μακιγιάζ ξεκίνησε σχεδόν ιεροτελεστικά. Το έντονο μαύρο στα μάτια συνέχισε να δίνει τη δύναμη στο μαύρο που κυριαρχούσε σε όλο το ντύσιμό της. Πέρασε στην αντίθεση με κυρίαρχο το άσπρο, αμέσως μετά. Το άπλωσε σε όλο της το πρόσωπο, μ’ ένα φαρδύ πινέλο. Εκεί, κάτω ακριβώς από το μάτι, έφτιαξε κι έναν μαύρο ρόμβο. Τα χείλη τα έβαψε κατακόκκινα, σαν κεράσια έτοιμα για φάγωμα Σειρά τώρα πήρε μια φαρδιά άσπρη φόρμα με παντελόνα. Στον λαιμό της πέρασε μια κορδέλα με φραμπαλά και στο ύψος του στέρνου, στερέωσε ένα μαύρο πον-πον. Έτοιμη. Μήπως, συλλογίστηκε, δεν έπαιζε σε μια παράσταση; Άνθρωπος της προσφοράς, ξεχείλιζε μέχρι να στερέψει να δίνει σε ανθρώπους και καταστάσεις. Μια ζωή τα ίδια, επέπληξε σιωπηλά τον εαυτό της.

«Ρε, σταμάτα να είσαι κορόιδο.»

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες πριν πάρει την όψη βαλσαμωμένου. Κοιτούσε αν της επέτρεπε η στασιμότητα αυτή, όπως τώρα στεκόταν, να κοιτά την κίνηση στον δρόμο και φρόντισε με κάποιες μικροκινήσεις να το καταφέρει. Πάντα χάζευε τους περαστικούς· ένας δρόμος έχει πάντα τη δική του ιστορία, ανάλογα με τα πρόσωπα που κάθε φορά τον απαρτίζουν.

«Προβλέπεται λειψυδρία άνθρωποι, μάλιστα, έν μέσω νεροποντών.» Η φωνή της ακούστηκε αρκετά δυνατά, ώστε να το εμπεδώσει κι η ίδια. Ένας κύριος έστρεψε το βλέμμα και την κοίταξε περίεργα. Μετά κούνησε το κεφάλι του σχεδόν αποδοκιμαστικά και συνέχισε την μονότονή του διαδρομή. Φυσικά οι περισσότεροι θα νόμιζαν πως μιλούσε για τον καιρό. Εκείνη όμως ήξερε.

Τώρα στάθηκε σε θέση προσοχής. Είχε φτάσει μεσημέρι κι ένας ήλιος με τα δόντια χαροπάλευε στον ουρανό, να κρατήσει το χαμόγελό του φωτεινό. Η φωνή ήχησε διαπεραστικά στη μεσημεριανή ησυχία.

«Έλα τώρα Πιέρ, ας κάνουμε λίγο χάζι εδώ πριν πάμε στο εστιατόριο που μου υποσχέθηκες.», άκουσε και πήρε η άκρη του ματιού της ένα ζευγάρι. Ο άντρας απρόθυμα σχεδόν την ακολουθούσε. Πιερ όπως πιερότος, σκέφτηκε η μίμος. Οι πιερότοι παρίσταναν μίμους της παλιάς ιταλικής κομέντια ντελ άρτε. Το «πιέρ», αποτελούσε υποκοριστικό του πιερότου. Παρίσταναν έναν χαρακτήρα αφελή, αλλά τίμιο που έμπλεκε σε μπελάδες για την ειλικρίνεια και τιμιότητά του. Οι φιγούρες του ζευγαριού είχαν ξεμακρύνει μέχρι να βγει από τη σκέψη της κι οι περαστικοί άρχισαν να λιγοστεύουν.

«Ώρα να τα μαζέψω κι εγώ.»

Ξεκίνησε η διαδικασία της ανάποδης ιεροτελεστίας του ξεμακιγιαρίσματος. Το φεγγάρι ολόγιομο, απόψε ταίριαζε στην αμφίεσή της. Απόψε θα το έριχνε έξω, να διασκεδάσει σπάζοντας τη μονοτονία. Τα βήματά της την οδήγησαν στον κήπο με το μυστικό μονοπάτι, κι όχι, δεν ήταν της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Στην οδό Pavillion 23, άνοιξε την πόρτα του κτίσματος- δημιούργημα του 19 αιώνα. Στα στρογγυλά τραπεζάκια, τα κεράκια στα ρεσώ τρεμόπαιζαν. Αφέθηκε μ’ έναν αναστεναγμό σ’ έναν κόκκινο, βελούδινο καναπέ.

«Επιτέλους ξεκούραση.»

Ο σερβιτόρος την προσέγγισε:

-Τι να σας φέρω παρακαλώ;

-Ένα μοχίτο.

Ακριβώς πίσω της ακούστηκε μια αντρική φωνή. Κάθισε χωρίς να ρωτήσει στο τραπέζι της.

-Κάν’ τα δυο.

-Ο Πιέρ, αν θυμάμαι καλά. Το μεσημέρι στο πεζόδρομο.

-Η μίμος. Τι εξουθένωση κι αυτή, τα ψώνια με την ξαδέρφη, οφείλω να ομολογήσω. Σας αναγνώρισα κι είπα να καθίσω εάν δε σας πειράζει.

Η ίδια αρκέστηκε να κάνει ένα νεύμα.

-Αύριο πάλι παράσταση, έτσι;

-Ναι, σκέφτομαι αυτή την φορά μια πιο πολύχρωμη παντομίμα σε Αρλεκίνο.

Γέλασαν κι οι δυο.

«Ρε, σταμάτα να είσαι κορόιδο» σκέφτηκε. Κι αν είχε αποφασίσει να ισορροπήσει κάθε πάρε-δώσε στη ζωή της, γινόταν μοχίτο το μοχίτο, όλο και πιο δύσκολο.

https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/re-stamata-na-eisai-koroido/Μοχίτο (Mojito) + παραλλαγές

 

 

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

To φίδι στον κόρφο σου -Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 

 

 

 


Η κάθε μέρα έκρυβε γι’ αυτήν μια ευχάριστη δράση. Όλες τις μέρες τις αντιμετώπιζε σαν μια διαφορετική, συναρπαστική εμπειρία. Την Τσιμισκή τη διέσχιζε καθημερινά, με τα τακούνια της που ηχούσαν στο πεζοδρόμιο, σαν να ήθελε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ο ήχος μιας κόρνας με αυθάδεια της επέστησε την προσοχή, να έχει τον νου της στα οχήματα. Είχαν πάλι φρακάρει τον δρόμο.Ένα κοινό καθημερινό πρόβλημα, πια, που μάστιζε την περιοχή. Αλλά σε ποια μεγάλη πόλη οι δρόμοι δεν ασφυκτιούσαν;

Διέσχισε τον δρόμο με τα πολλά δικηγορικά γραφεία στην Καρόλου Ντηλ- πανέμορφα όλα, είχαν διατηρήσει τον αρχοντικό αέρα των νεοκλασικών κτηρίων. Το μάτι της έπεσε πάνω στις βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων που προσέλκυαν κάθε περίεργο να τις θαυμάσει. Το βήμα της γοργό, όμως, αφού έπρεπε να φτάσει στο σημείο δράσης.

Να πάρει! Κόκκινο και το φανάρι. Ο Σταμάτης σε προσοχή, σαν φαντάρος σε σκοπιά. Αυτή όμως έπρεπε να κινηθεί, δεν είχε πολύ χρόνο. Τώρα τα λεπτά είχαν μεγάλη αξία. Στον απέναντι δρόμο, μια πινακίδα με κόκκινα γράμματα φλέρταρε με την προσοχή της. Διάβασε «Μαde in Asia». Την ταμπέλα διακοσμούσε ένας πράσινος δράκος. Στο στόμα του κρατούσε τη δύναμή του, τη φωτιά. Λες κι ήθελε με αυτή να φωτίσει την πινακίδα του καταστήματος ακόμη περισσότερο.

Ήξερε αρκετά για τους για δράκους στην Ανατολή. Αποτελούσαν σύμβολα δύναμης, αλλά κυρίως καλής τύχης. Μάλιστα, χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Οι Κινέζικοι με την υπερδύναμή τους, οι ελεγκτές της βροχής. Ο Ιαπωνικοί με το όνομα Ryujin, οι υποθαλάσσιοι, οι δώρα φέροντες. Και οι Κορεάτικοι, που ο μύθος τους ήθελε βασιλιάδες.

Βγήκε από την ονειροπόλησή της για τους δράκους κι έτρεξε βιαστικά προς την καγκελόπορτα της οδού Πτολεμαίων -όνομα δυναστείας Μακεδόνων βασιλέων. Την είχε ειδοποιήσει η διεύθυνση του σχολείου να εξουδετερώσει ένα φίδι. Ως εθελόντρια, πάντα βοηθούσε στην ανθρώπινη ανάγκη. Πάτησε το κουδούνι εισόδου. Η βαριά καγκελόπορτα άνοιξε τρίζοντας ελαφρώς.

Ο επιστάτης του σχολείου την οδήγησε στο πίσω μέρος του προαυλίου. Γύρω απλωνόταν νεκρική σιωπή. Μόνο ένα σύρσιμο έκανε αισθητή την παρουσία της απειλής. Ξεχώρισε ραβδώσεις Χ κα Λ. Το μπεζ του χρώμα, έδενε απόλυτα με το χώμα του προαυλίου. Ήταν μεσαίου μήκους με πλατύ κεφάλι. Ένιωσε την απειλή. Πρόλαβε κι είδε τα δυο δόντια του, τα καλά τροχισμένα.

Εκείνη, αρκετά διαβασμένη σε ό,τι σχετιζόταν με την άγρια φύση, έδρασε αστραπιαία και το έριξε στον προσκοπικό σάκο που πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις κουβαλούσε μαζί της. Είχε καταφέρει όμως ήδη να βυθιστεί στην απαλή της σάρκα και να τη δαγκώσει.Το μαντήλι στην τσέπη του σακιδίου της, στην περίπτωση αυτή, ήταν άχρηστο. Η περίδεση μπορούσε να επιφέρει επιπλοκές όπως γάγγραινα, είτε ακρωτηριασμό του μέλους. Χλόμιασε. Η θερμοκρασία του σώματός της άρχισε ν’ ανεβαίνει, ώσπου έχασε την επαφή με το περιβάλλον.

Ξαφνικά, μέσα από ένα πέπλο, μπορούσε να επεξεργαστεί το φίδι αυτό καλύτερα. Ήταν απρόσεκτη και βιαστική στις κινήσεις της. Κι ενώ ήξερε την δράση και τις αντιδράσεις, όχι μόνο των φιδιών, αλλά και άλλων άγριων όντων της φύσης, το είχε εμπιστευτεί περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε για να καταφέρει να το απομακρύνει από τον προαύλιο χώρο.

Έτσι και στην ανθρώπινη ζωή. Πόσους ανθρώπους δεν έχουμε εμπιστευτεί και σύρονται ύπουλα γύρω από τη ζωή μας, σκέφτηκε. Κατάλαβε τότε πως το ίδιο το φίδι είχε το πρόβλημα. Πως ήταν ένα ον που φοβόταν να μην απειληθεί η οντότητά του. Κι ενώ ήταν το σύμβολο αρχαιότητος του Ασκληπιού και θεραπείας, συγχρόνως συμβόλιζε καθετί ύπουλο. Τα φίδια σπέρνουν πίσω από την πλάτη σου την αρνητικότητά τους σε ανύποπτο χρόνο. Κι ενώ εσύ νομίζεις πως δίπλα σου έχεις τον άνθρωπο-φίλο, τρέφεις το φίδι στον κόρφο σου. Και κάποτε, το σοκ σου γίνεται τραυματικό, γιατί αιφνιδιάζεσαι από τη μορφή που αναγνωρίζεις απέναντί σου. Τότε που πια, είναι αργά.

Το ασθενοφόρο έφτασε για να τις δώσει τις πρώτες βοήθειες. Τώρα διέσχιζε με αναμμένη τη σειρήνα την οδό της Τσιμισκή για δεύτερη φορά τη σημερινή μέρα. Μέσα στην τσέπη του σακιδίου της, βρισκόταν μια απομίμηση δράκου, σουβενίρ από ένα ταξίδι στην Άπω Ανατολή. Ο Ch’iu-niu, ο δημιουργός της ενέργειας του yang και της καλής τύχης, όπως πίστευαν. Άρα, η τύχη θα ήταν με το μέρος της. «Ίσως πρέπει να ξανακάνω στο μέλλον πάλι αυτό το ταξίδι στην Άπω Ανατολή», σκέφτηκε, πριν παραδοθεί στη μορφίνη.

 

 

https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/to-fidi-ston-korfo-soy/ 

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Για ένα "αν" κι άλλο ένα "ίσως"-Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

 

 

 

Βούτηξε στα βαθιά νερά. Δεν κρατούσε κουπί, αφού είχε τσακιστεί κι αυτό στα βράχια. Χωρίς να δώσει ευκαιρία σε δεύτερες σκέψεις, αποφάσισε εν θερμώ, άλλη μια φορά. Τις έπνιξε κι αυτές στον πυθμένα της τρικυμίας του μυαλού του. Έτσι, χάθηκε στον λαβύρινθο των αναπολήσεών του σε μια θάλασσα σκοτεινή· και να πεις πως άκουγε σήμερα Πορτοκάλογλου!

Τα ρούχα του είχαν μουσκέψει απ’ τα αφρισμένα κύματα, αυτά του ιδρώτα, όπως όλα τ’ ανήσυχα βράδια που οι τύψεις έπαιζαν βιολί στο μυαλό του. Ατελείωτες σταγόνες έτρεχαν στους κροτάφους του, τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν. Ένας ναυαγός απομονωμένος στο ερημικό νησί που τον ξέβρασαν οι σκέψεις του. Κι όμως, ήθελε τόσο πολύ ν’ απελευθερωθεί από την αναμόχλευσή τους. Κι όλα αυτά, γιατί πάντα αποφάσιζε χωρίς να εξετάσει όλες τις παραμέτρους, αν κι ο προειδοποιητικός προσωπικός του φάρος σηματοδοτούσε πάντοτε τον κίνδυνο για τις καταστάσεις της ζωής του. Αυτός, όμως, αγνοούσε τον φαροφύλακα, που του κουνούσε το λυχνάρι να μην τσακιστεί και πάλι πάνω στα ίδια λάθη.

«Αν», αυτή η μικρή λέξη τώρα κολύμπησε στην επιφάνεια κι έκανε να πιαστεί από πάνω της. «Αν.» Χαλάρωσε λίγο ακόμη τη γραβάτα του, γιατί ξαφνικά τον έπνιγε. Για ώρα διαπληκτιζόταν με το μυαλό  του: «Αν είχα ακούσει τη διαίσθησή μου;» «Ό,τι έγινε, έγινε», σκέφτηκε. «Εάν δεν είχα κάνει λάθος;», «κι όμως τα λάθη είναι ανθρώπινα», μονολόγησε. Προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες να καλυφθεί, πνίγοντας με μανία όλα τα «αν» στον πυθμένα.

Από μακριά στην ακρογιαλιά, είδε ν’ ανεμίζει μια φούστα. Έκανε να βγει στην ακρογιαλιά, μέχρι που κουρασμένος βρήκε στεριά. Η γυναικεία φιγούρα, όλο και περισσότερο τον πλησίαζε. Εκείνος, κάθισε κάτω από κάτι αλμυρίκια. Η φυσική ομπρέλα τον προστάτευε από τις καυτές ακτίνες του ηλίου.

«Εάν σας διηγηθώ μια ιστορία θα την ακούσετε;»

«Ίσως» του απάντησε μονολεκτικά.

Τ’ όνομά σας;

«Ίσως, με λένε ίσως.»

«Τώρα, σοβαρά;»

Πριν προλάβει να ρωτήσει πάλι, η γυναίκα εξαφανίστηκε, όσο αθόρυβα είχε εμφανιστεί. Γύρισε το κεφάλι του πίσω στον κορμό από τα αλμυρίκια. Έπιασε ένα μαντήλι και το έβγαλε στην τσέπη του παντελονιού του, ένα άσπρο μαντήλι που είχε κεντημένη τη λέξη «ίσως» με κόκκινη κλωστή. Έμεινε σαστισμένος.

«Ίσως έπρεπε ν’ ακούσω τη διαίσθησή μου», μουρμούρισε και πάλι. Σκέφτηκε, έπειτα, πως τη διαίσθηση αρκετά συχνά την αποκαλούσαν «μαγική σκέψη». Αμέσως όμως τον επέπληξε ο ορθολογισμός του, τον φρέναρε πάλι απότομα. «Άκου μαγική, αηδίες», είπε. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, τον είχε εξαντλήσει κι η λογική του. Τη χρησιμοποιούσε πάντα με μαθηματική ακρίβεια- έτσι τον δίδαξαν κι είχε μάθει πια καλά το μάθημά του. Ακολουθούσε τις οδηγίες της με νομοταγή ευλάβεια, όμως η κούραση άρχισε να γίνεται εντονότερη, όταν ξεκίνησε να λύνει τα πάντα με τη λογική.

Περπάτησε λίγα μέτρα ακόμη στο έρημο, πια, ακρογιάλι. Ξάπλωσε στη ζεστή άμμο κι ένιωσε την καυτή ανάσα της. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε. Άπλωσε τα χέρια του. Απ’ αυτά άφησε μια χούφτα άμμου να ρέει. Ο παφλασμός της θάλασσας ηρέμησε το υπεραναλυτικό του μυαλό. Ξάπλωσε με τις αισθήσεις του ανοιχτές και τότε, ένιωσε τον χορό της «ίσως». Τώρα την έβλεπε καθαρά -και πάλι- μπροστά του.

Φορούσε ένα άσπρο, απαλό ένδυμα. Αέρινη, μια οπτασία. Τα πόδια της πλέκονταν στα άσπρα κρινάκια της ακρογιαλιάς. Το ελαφρύ αεράκι παρέσυρε μερικά πέταλα παραπέρα, εκείνη έσκυψε και φόρεσε ένα πίσω από το αυτί. Εκείνος, με κλειστά μάτια ένιωσε να εναρμονίζεται και να ισορροπεί με τη φύση. Η διαίσθησή του γινόταν όλο και πιο δυνατή.

Από μακριά άρχισαν ν’ ακούγονται φωνές ξενικές. Άκουσε τη λέξη «maritimum». Άνοιξε τα βλέφαρα. Ένα παιδάκι έδειχνε τώρα με το χέρι το άσπρο λουλούδι.

«Εσείς;»

«Ναι, εγώ. Έχω αναλάβει χρέη babysitter στα παιδιά Ιταλών που ήρθαν για διακοπές στο Ηράκλειο. Θα μείνω εδώ όλο το καλοκαίρι.»

https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/gia-ena-an-ki-allo-ena-isws/