Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

"Yποπτοι στο Όριεντ Εξπρές"- ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΑΤΖΕΜΟΓΛΟΥ

 

                                                            

 https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/ypoptoi-sto-orient-ekspres/?fbclid=IwAR2FKiSMkcZor5IzJ7WwLk-daQKWfTlB68kkZb0YWxWSJnQD6LpDrMqx_Sc

 

 H διαδρομή θα κατέληγε στη Βενετία. Με το εισιτήριο στο χέρι ίσιωσε το κομψό της ταγέρ, λικνίστηκε στα ψηλοτάκουνά της και κατευθύνθηκε στον γκισέ εισιτήριων. Η υπάλληλος τη σκάναρε με το βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω και τη ρώτησε:«Θέση παράθυρο;»

 Ναι» απάντησε μονολεκτικά και βιάστηκε να επιβιβαστεί· σε λίγη ώρα θα έφευγαν. Η υπάλληλος σημείωσε κάτι και της παρέδωσε το εισιτήριο. Εκείνη το έβαλε στην τσάντα και κατευθύνθηκε προς τον κλώνο του μυθικού τρένου του σήμερα.

Η διαδρομή που θα διένυε, συνέδεε Λονδίνο-Παρίσι καταλήγοντας στη Βενετία που ήταν κι ο τελικός προορισμός. Για ένα 24ωρο ταξίδι πλήρωσε το ποσό των 2080 ευρώ- μη συμπεριλαμβανομένων των εδεσμάτων. Ένας αστρονομικός αριθμός. Χρήματα που μάζευε σχολαστικά εδώ κι αρκετά χρόνια, για ένα από τα όνειρα ζωής της.

Επιβιβάστηκε. Διέσχισε τον διάδρομο κι από το διαχωριστικό τζάμι έριξε τη ματιά της στα γραφικά τραπεζάκια στολισμένα με τα λινά τραπεζομάντιλα. Είχε πληροφορηθεί από έντυπα, τόσο για τα βαγόνια, όσο και την ιστορική τραπεζαρία με τις φίνες πορσελάνες και τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τα πάντα υπό την επίβλεψη του σεφ Cristian Bodiquel. Ναι, επιτέλους, κάθισε στο βαγόνι της και στην πιο διάσημη γραμμή στο σήμερα. Το  Venice Simplon Orient Express. Δεν ήταν μόνο αυτή, αλλά και τόσοι άλλοι επιβάτες που ήθελαν να βιώσουν αυτή τη μοναδική εμπειρία. Από το 2016 και μετά, οι σταθμοί πλήθαιναν όπως και οι πόλεις. Μια από αυτές και η Κωνσταντινούπολη

Βολεύτηκε στο χλιδάτο βαγόνι της. Το ταξίδι ξεκίνησε. Σαν σήμερα μια φθινοπωρινή μέρα του Οκτώβρη, το Όριεντ Εξπρές ξεκινούσε το πρώτο ταξίδι του. Μόνο που τότε, το ημερολόγιο έδειχνε τη χρονολογία 1883. Οι ταξιδευτές περπατώντας χιλιόμετρα στα σύνορα αποβιβαζόταν κι επιβιβάζονταν  σε νέα αμαξοστοιχία, για τον τελικό τους προορισμό. Αργότερα στα σύνορα το μόνο που άλλαζε ήταν η ατμομηχανή.

 ο βαγόνι της τώρα λικνίστηκε στους ρυθμούς του τρένου. Μια ανοιχτή σελίδα βιβλίου αφημένη στον βελούδινο καναπέ τράβηξε την προσοχή της. «Οι 12 μυημένοι ξεδιπλώνουν τα σχέδιά τους για το έγκλημα.» Γύρισε το βιβλίο. Στο εξώφυλλο ο τίτλος «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» του 1934.

Σαν να την τύλιξε η μυστήρια αύρα μιας άλλης Μάτα Χάρι. Τόσο εκείνη η θρυλική πράκτορας, όσο κι άλλες διασημότητες, είχαν ταξιδέψει με το θρυλικό τρένο. Ξεφύλλισε σελίδα, σελίδα το βιβλίο. Ξεδίπλωσε τις ίντριγκες και τις πισώπλατες μαχαιριές των ηρώων της Αγκάθα Κρίστι. Κι ο ύποπτος; Ο χαρακτήρας με το πιο αθώο προσωπείο, απενεχοποιημένος από τους αναγνώστες. Ποιος άραγε να είχε ξεχάσει το βιβλίο στο βαγόνι;

 

Στο τρένο της ζωής όπως και στο αστυνομικό μυθιστόρημα επιβάτες επιβιβάζονται κι αποβιβάζονται, όπως άλλωστε κι οι άνθρωποι της ζωής. Εμείς κάθε φορά αποφασίζουμε με ποιους θα συνταξιδέψουμε. Όλοι είναι μονάδες ενός σχεδίου που φέρνει στη ζωή τους μυστήριο, χωρισμούς, αλλαγές, επανασυνδέσεις, προκλήσεις και μαθήματα. Βρίσκονται στον ρόλο της ζωής. Συνδέονται μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ενός απώτερου σχεδίου, που οι ίδιοι δε γνωρίζουν. Όπως ακριβώς και οι 12 μυημένοι κι ενωμένοι για την κατάστρωση ενός καλά οργανωμένου εγκλήματος στο Σεμπλόν Οριάντ, σκεπασμένο από τα πυκνά χιόνια. Πίσω από τους υαλοπίνακες, τα πάλλευκα αγαλματίδια, τα λουκούλλεια εδέσματα της Βουργουνδίας και τα πανάκριβα κρασιά, καιροφυλακτεί όχι ένας, αλλά 12 ένοχοι, ενωμένοι σαν μια γροθιά κι η αετίσια ματιά του Πουαρό θα ξεσκεπάσει τα ίχνη τους.

Γύρισε το βλέμμα της στο πάτωμα καθώς ένα σημείωμα απέσπασε την προσοχή της. Τα γράμματά του ευδιάκριτα. Κοντά στην πόρτα του βαγονιού άλλο ένα. Την άνοιξε με το βλέμμα στο ανοιχτό παράθυρο του διαδρόμου κι είδε τη σιλουέτα ενός άντρα με κουστούμι. Με το χέρι ακουμπισμένο νωχελικά στο παράθυρο, της γέλασε αμυδρά.

«Σεργκέι, δάσκαλε, εσύ;»

«Σε περίμενα», της απάντησε.

Μιλούσαν μεταξύ τους πάντα με κώδικες.

Όπως κι ο μυημένος μεγάλος φιλόσοφος Πλάτωνας έπρεπε να ακολουθήσουν βήμα-βήμα την κάθαρση, τον εξαγνισμό, τη μυστικότητα, τη μετάλλαξη του ανθρώπου στα ανώτερα ιδανικά με στόχο την αθανασία- έτσι προέτρεπε ο κώδικάς τους. Αντιμέτωποι με το σύνολο των παικτών, ανταγωνιστών και κομπάρσων. Οι κινήσεις τους θ’ άλλαζαν τη ροή του παιχνιδιού. Αποστολή τους, η εύρεση του εγκεφάλου που κινείται με ατζέντα.

Ναι, ήταν δυο «πράκτορες» σε ένα παιχνίδι της εταιρίας Chaosium του παιχνιδιού «Call of Chtulhu». Είχε κερδίσει τα οrigin awards το 1991 και η δράση του ήταν στο εσωτερικό του επικού τρένου-φάντασμα που αποσύρθηκε το 1883. Τώρα θα ξύπναγε τις μνήμες τους για τα καλά. Γίνονταν «δάσκαλοι» και «μαθητές» σ’ ένα παιχνίδι τρόμου στο άγνωστο που μόλις θα ξεκινούσε.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου

 

 

 

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

"H δική του προσωπική κόλαση" Ανδρονίκη Ατζέμογλου



 

 

                               https://www.pillowfights.gr/4i-diastasi/h-dikh-toy-proswpikh-kolash/

Tο χέρι του έπιανε χώμα. Ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στην άμμο. Κολλούσε πάνω στο σώμα του. Η ζέστη αποπνικτική. Κουφόβραση. Κι αυτός; Ένα κουφάρι της ύπαρξής του. Ο ιδρώτας έρεε ποτάμι από το μέτωπό του, στα μάγουλα, προς το πηγούνι.

Και να ‘ξερε πού βρισκόταν! Στην μέση του πουθενά, μάλλον. Από το τράνταγμα του κεφαλιού του στο έδαφος, οι αισθήσεις του ήταν συγκεχυμένες. Το πουθενά αόρατο, ή μήπως ανύπαρκτο; Μια μετάβαση από το μη ον στο ον, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Είναι τώρα καιρός για φιλοσοφικούς στοχασμούς, αναρωτήθηκε, και μάλιστα του Πλάτωνα που σαν αναλαμπή του νου του αναδύθηκε από τον ελικοειδή του θάλαμο. Κι αυτή η μικρή φωνή μέσα του, έκανε τον λογισμό του επιτέλους να σκάσει.

Προσπάθησε να γυρίσει από την άλλη πλευρά, αλλά αγκομαχώντας εγκατέλειψε την οποιαδήποτε προσπάθεια να κυλήσει το σώμα του ανάσκελα και να πάρει μια βολικότερη θέση. Πονούσε -πού να πάρει- φριχτά, ελεεινά. «Πάψε» έλεγε και ξανάλεγε στην εσωτερική φωνή που αναδυόταν και τον έκανε να αισθάνεται τον σκληροτράχηλο, τον αγέρωχο εαυτό του. Αυτόν, που άλλοτε δε λογάριαζε κανέναν και τίποτα. Κι αυτές οι ακτίνες του ηλίου που προσπαθούσαν να φωτίσουν το πρόσωπό του και να του δώσουν μια ζωηράδα πνοής στο καταπονημένο σώμα του, δεν κατάφερναν τίποτα απολύτως. Κείτονταν σαν άδειο σακί στα χώματα, κι αυτές παιχνίδιζαν με τη σκιά του, ώσπου επιτέλους κρύφτηκαν και τον άφησαν στην ησυχία του.

 Με τη λογική πάντα όλα τα βόλευε. Τα τακτοποιούσε στα μικρά κουτάκια του νου του. Αυτά τα άνοιγε κάθε φορά που όλα έπρεπε να τα οργανώνει με μιλιμετρική ακρίβεια, μην και ξεφύγει από τους κανόνες που πάντα έθετε στον εαυτό του. Ευαισθησίες και συναισθήματα. Αηδίες. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι λογικοί, μακριά από παραμυθιάσματα. «Φύγε», έλεγε κάθε φορά σ’ εκείνη την εσωτερική φωνή. «Δε σε θέλω. Μ’ ενοχλείς. Φύγε δεν ακούς;»

Έτσι και τώρα, έκλεισε κουρασμένος τα μάτια.

 

Τον ξύπνησαν αργότερα, οι ήχοι από το άρμα της, που το έσερναν μαύρα άλογα και κακοσχηματισμένα. Τα γκέμια τους, ακυβέρνητα. Κατάλαβε πολύ γρήγορα πως έπρεπε να καταφέρει να σηκωθεί από τα χώματα. Να σηκωθεί σαν αγέρωχος ηνίοχος. Στο άρμα το ακυβέρνητο, να ζέψει τους καθαρόαιμους αραβικούς ίππους. Να ξεχειλίσει από συναισθήματα. Από το μηδέν του να γεννήσει το τίποτε. «Ex nihilo nihil fit» (τίποτα δεν προέρχεται από το τίποτα), έλεγε ένα ρωμαϊκό γνωμικό. Σε αυτό αποσκοπούσε κι αυτός.

Είχε ταξιδέψει πολύ για να τη βρει. Χιλιόμετρα. Δε γνώριζε την όψη και την υφή της κι όμως, τη φανταζόταν πάντα λουσμένη στο φως, φορώντας λευκά. Ψηλή, λυγερή. Οι τρόποι της απαλοί, ευγενικοί, όχι άξεστοι σαν τους δικούς του. Και τώρα, φαινόταν πως την άκρη είχε καταφέρει να τη βρει κατά το ήμισυ. Βρισκόταν σχεδόν στο τέλος της αναζήτησής του.

 

Την ψυχή του, έψαχνε, αυτήν που είχε χάσει εδώ και καιρό. Και τώρα μπρος του, το άρμα του νου, σαν άλλος ηνίοχος το γήτευε πάντα η λογική του και ποτέ το συναίσθημα. Έπρεπε να βρει τρόπο να εξισορροπήσει τον νου με την καρδιά. Έτσι θα ξανακέρδιζε τον έλεγχο της ψυχής του. Θα της έδινε φτερά, όπως τότε που ήταν παιδί και πετούσαν σε κάθε τόπο που αυτός ήθελε, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.

«Ήμαρτον, είστε καλά κύριε Ιάσονα; Σας ψάχνουμε σε όλο το κτίριο.» Η άσπρη οπτασία ερχόταν προς το μέρος του λαχανιασμένη. Του έπιασε τον καρπό μετρώντας την πίεσή του. Αυτή ήταν! Βρήκε την ψυχή του. Φοράνε όμως οι ψυχές καπελάκι; Δυο γεροδεμένοι άντρες ήρθαν κοντά του. Τον μετέφεραν απαλά, σχεδόν σαν πούπουλο και τον απόθεσαν στο φορείο. «Είχε βγάλει τον ορό. Και δεν ξέρω πώς σύρθηκε μέχρι εδώ έξω στο προαύλιο», είπε και πάλι η οπτασία.

Εκείνος όμως, είχε αποφασίσει να απελευθερωθεί από τους τέσσερις τοίχους που τον είχαν εσωκλείσει. Το όνομά του, άλλωστε, Ιάσονας κι αυτό συμβόλιζε τη γνωριμία με νέους τόπους. Μα κι αυτός, είχε κάνει μεγάλο ταξίδι για να την βρει. Να την ισορροπήσει. Και τα κατάφερε τελικά. Παλιά έχανε την ψυχή και έβρισκε μόνο το σώμα. Τώρα όμως, τα είχε και τα δύο.

Καθώς το φορείο περνούσε πάλι από τον γνώριμο εσώκλειστο του χώρο του ασύλου, πίσω από τους τέσσερις τοίχους της δικής του προσωπικής κόλασης, ένας πίνακας του Βαν Γκογκ ήταν η μόνη αναλαμπή σ’ αυτό το καταθλιπτικό τοπίο. Άλλωστε, το μαρτυρούσε κι η επιγραφή από κάτω. Μια φράση του μεγάλου ζωγράφου προς τον αδερφό του Τheo: «Πρέπει να ‘χει πεθάνει κανείς πολλές φορές για να ζωγραφίζει έτσι.» Κι αυτός εδώ ήταν ήδη ένας ζωντανός νεκρός .

Η μικρή με τα άσπρα του πέρασε πάλι νέο ορό κι έκλεισε απαλά την πόρτα. Βρισκόταν σε καλά χέρια.

 

                             creation by amazon co.uk.CD& Vinyl