Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

"Ικεσία στον βωμό του ήλιου"-Ανδρονίκη Ατζέμογλου

 

                                                

                                    SUN GOD -DI ELKA (Ήλιος& Δίας)

 

Μήνας  Ιούλιος. Στο μέσο του καλοκαιριού. Η ζέστη σούβλιζε τα κορμιά στην κάψα της. Ο κόσμος είχε κατακλύσει ασφυκτικά το νησί. Τα τραπεζάκια γεμάτα και τα γκαρσόνια σφούγγιζαν με το ένα χέρι το ιδρώτα τους και με το άλλο κρατούσαν τις  γεμισμένες τίγκα πιατέλες με τα  παραδοσιακά εδέσματα.  Γέλια  και ήχοι  τοπικοί ηχούσαν στα πλακόστρωτα σοκάκια.

Η εστία του ενδιαφέροντος ήταν όμως επικεντρωμένη στο Κιοτάρι. Η νύχτα χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς.  Και όλοι μαζί της. Παρέες νέων έδινα ζωντάνια στην  καλοκαιρινή, ζεστή βραδιά. Ο μπάρμαν έπαιζε τα ποτά στα  δάχτυλά του και δεν προλάβαινε να γεμίσει τα ποτήρια. Ξεχείλιζαν από ποτό του κεφιού.

Ο άντρας στην άκρη του μπαρ έπινε ήδη το δεύτερο ποτό .Από το περιεχόμενο το σκούρο του χρώματος  του φαινόταν πως ήταν κάτι δυνατό. Η γυναικεία φιγούρα το πλησίασε πάλλευκη, σαν αρχαία θεά .

«Άργησες».

«Άργησα; Toν κοίταξε απορημένη. Μα πάντα ήμουν   εδώ χρόνια, μήνες, μέρες, ώρες ,στιγμές. Και τώρα άργησα; Δεν το αισθανόσουν, παρατηρούσες, έβλεπες. Ήμουν απλά αυτονόητη, σαν ένα άσπρο αγαλματίδιο της αρχαιότητος, στάσιμο στην ίδια θέση».

«Ε ναι και τώρα ντυμένη στα άσπρα, κάλλιστα  μια αναπαράσταση τοπική της θεάς Λευκοθέας».

«Προς τι  το ειρωνικό αυτό βάπτισμα;»

Άλλη μια φορά τα τσούγκριζαν λογοφέροντας. Το προμήνυαν τα βραχιόλια της, τα  περασμένα στον καρπό της. Άρχισαν  και αυτά να κροτούν  ανήσυχα .Η ισορροπία μεταξύ τους  βάδιζε  πάντοτε σε τεντωμένο σχοινί. Δυο ακροβάτες. Όταν ο ένας σταματούσε ,ο άλλος περπατούσε πάνω στο σχοινί. Εκείνη νευρικά κινήθηκε στην πίστα να εκτονωθεί. Μαζί της λικνίζονταν και πολλοί άλλοι σαν να προσκυνούσαν κάποιο θεό .Σχεδόν σαν τον ικέτευαν, γυρίζοντας τον χρόνο στην αρχαιότητα. 

  Ο άντρας  ακόμη αγκυροβολημένος στην άκρη του μπαρ την παρατηρούσε έντονα με την κόγχη του ματιού του. Μετά ξαφνικά σαν κουρδισμένος κατευθύνθηκε  προς την θάλασσα. Πέταξε τα παπούτσια του στην άμμο. Με γρήγορες δρασκελιές  βούτηξε.H  αρμύρα έτσουξε τα μάτια του στην βουτιά. Το λευκό πουκάμισό του μισανοιγμένο άπλωνε σαν  πανί καταρτιού που  ο άνεμος το είχε κουρελιάσει. Μα πως βρέθηκε στην  παγωμένη αγκαλιά της θάλασσας; Το κεφάλι του σφυροκοπούσε ακόμη. Θάλασσα  και ουρανός. Οι δυο γίγαντες συναντιόντουσαν στον  σκοτεινό ορίζοντα. Και αυτός στο βάθος  βούλιαζε τις αντιστάσεις του . Έπνιγε τον εκνευρισμό του.

 Μια στριγκλιά έσκισε ξαφνικά τον αέρα και μετά όλο το πλήθος άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα αριστερά και δεξιά, σαν μυρμήγκια  που κάποιο  πόδι σε παπούτσι είχε εκδιώξει . Το σύννεφο καπνού και αυτό, σαν τεράστια σόλα παπουτσιού  άρχισε να τους σκεπάζει.  Ο αέρας είχε την οσμή του καμένου. Η ζέστη άρχισε να γίνεται ακόμη πιο ανυπόφορη όσο η φωτιά τους πλησίαζε, ενώ αυτός βρισκόταν στον κόσμο του ακόμη και μες την θάλασσα. Ο άντρας βγήκε από το νερό σαν να μην συνέβαινε τίποτα .Μια αντίδραση  του θυμού του και αυτή.Γύρω του επικρατούσε ακόμη πανικός. Ούτε  η γυναίκα φαινόταν. Την φώναξε με το όνομα της. Δυνατά, ακόμη πιο δυνατά. Έμεινε μόνος με τον ήχο της φωνής του.

Ακόμη και τα δεδομένα κάποτε γίνονται ζητούμενα.

Ο καπνός άρχισε να τον πνίγει και αυτόν .Κατευθύνθηκε στο σπίτι τους. Σε αυτό που χρόνια τώρα διατηρούσαν στον παραθαλάσσιο τούτο τόπο. Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί και αυτή υποχώρησε στο άνοιγμά του. Πεταμένα  λιγοστά γυναικεία ρούχα. Ένα σάλι που της είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα τσαλακωμένο στον καναπέ. Άνοιξε την ντουλάπα. Έλειπαν αρκετά ρούχα. Το σκηνικό  αυτό έκανε συνεχώς κύκλους αρκετά χρόνια. Θα γινόταν ικέτης της ,

όπως οι Ρόδιοι της αρχαιότητας  που λάτρευαν τον θεό ήλιο. Έπρεπε να την προλάβει. Οι πρώτες ορδές των τουριστών ήδη κατευθύνονταν προς το αεροδρόμιο  για επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Ρητά μέτρα ασφαλείας. Ίσως  και αυτή, ως Αγγλίδα υπήκοος, υπέθεσε αυτός κινήθηκε προς τα εκεί. Πληροφορίες που έδινε το  ράδιο που είχε ξεχάσει να παίζει ανοιχτό καθώς βγήκε να την ψάξει. Ο εκφωνητής μιλούσε για ειρωνεία της τύχης . Έλεγε πως, οι  Ρόδιοι ήταν κάποτε ικέτες των  θερμών ακτίνων του Ηλίου.  Τώρα κυνηγημένοι από την φωτιά που ανεξέλεγκτα έκαιγε τις περιουσίες τους, τον κόπο τους, τους μόχθους τόσων χρόνων. Δάκρυα μουτζουρωμένα ,στα κατάκοπα πρόσωπα των πυροσβεστών από την υπέρμετρη γιγαντιαία συνεχή προσπάθεια. Ακόμη ναι και αυτός  ο Κολοσσός της Ρόδου σήμερα  θα λύγιζε.     Στον θρόνο του ο ήλιου και στο εμβληματικό μνημείο που του είχαν στήσει κάποτε για να τον τιμούν, ξάπλωσε η νεκρή φύση μες στην στάχτη που απόμεινε. Η χρυσή βροχή του Δία, της άλλοτε εποχής  δεν είχε έρθει να τους λυτρώσει από την φωτιά. Στους καμένους δρόμους, τα κλαδιά των άλλοτε πράσινων δέντρων, έμειναν να ικετεύουν για το έλεος του Θεού να τα ζωντανέψει. Στην άκρη των δρόμων, μάρτυρες νεκροί τα τρυφερά σώματα των ελαφιών παρέδωσαν το πνεύμα τους. Οι γλώσσες τους μαρτυρούσαν, πως με τον θάνατο τους,τους έκοψαν την πνοή. Αυτά όμως δεν σταμάτησαν να μιλούν με τον δικό τους τρόπο για το αποτρόπαιο, για την θηριωδία. Ο πυρομανής αόρατος Νέρωνας, για άλλη μια χρονιά επί του έργου ,άφησε το ερωτηματικό , του ποιος και το γιατί και τους υπόλοιπους όλους ,ικέτες της ελληνικής γης για  την απόδοση της κάθαρσης στον βωμό της φύσης.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου