Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Χαμένη Ατλαντίδα


                                                                   



                                                                                                                
H χαμένη Ατλαντίδα βούλιαζε.
 Εικόνες γεμάτες συναισθήματα ,έβαφαν τον ορίζοντα με το βαθύ πορτοκαλί τώρα της δύσης. Σύμβολα ρομαντισμού και αγάπης. Ήταν πάντοτε ποτισμένη με διαισθήσεις και άφηνε συνήθως την λογική να κολυμπά μακριά. Βίωνε με την καρδιά, την γλώσσα της αγάπης.

Άνοιξε το σεντούκι που είχε φυλάξει όλα τ΄ αγαπημένα ονόματα.Τα επαναλάμβανε αργά και σταθερά να κρατήσει από το καθένα και μια ανάμνηση.Να ρουφήξει ότι καλό ή κακό της είχαν χαρίσει.Τα ξαναεπαναλάμβανε αργά και σταθερά, φοβούμενη, μην δεν μπλέξει το εγκώμιο για το καθένα, πριν τα θάψει βαθιά στο υποσυνείδητό της. Οι άνθρωποι αυτοί ,δεν είχαν αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολα στην αγνή και αληθινή τους διάσταση. Ήταν λογικοί και επιφανειακοί.Προπαντώς, δεν κατάφεραν ν΄ αποκωδικοποιήσουν, την αγάπη ως κύκλο, που αυτή ξεγυμνώνει την ψυχή της.Ρούχα της, οι λέξεις που πετά από πάνω της.

Στο καθένα από τους δυο, έβαλε στην παλάμη του από ένα κλειδί.
Το ένα κλειδί συμβόλιζε τον Έρωτα και το δεύτερο την Ψυχή.Τους είπε:"Εάν μόνο θα βρείτε τις κλειδαριές που ταιριάζουν, τότε  μόνο θα ευτυχήσετε μαζί".

Ο άντρας καθισμένος στο μαύρο πιάνο, έπαιζε στα πλήκτρα του. Η γυναίκα ελαφρά ακουμπισμένη στο πιάνο,αφημένη χαλάρα στις νότες,ευτυχισμένη που κατάφερε ν΄ αγκιστρώσει το δόλωμα .
Αγαπώ θα πει χάνομαι στα κύματα των συναισθημάτων.
 Εκείνη επιθυμούσε μόνο να καταστρέψει.Εκείνος ,δεν είχε μάθει ποτέ να χάνει. Είχαν κερδίσει στην διαπίστωση  της αλήθειας,πως η αγάπη είχε κόστος.Αυτοί δεν πλήρωναν ποτέ.
Όταν μιλούν τα σώματα και κλειδώνουν τις ψυχές,τα αυτιά δεν ακούν τους χτύπους,των καρδιών.Ούτε ο πλούτος,ούτε η δόξα θα τους έσωζαν.

Τους είχε προειδοποιήσει.Η πόλη βούλιαζε.Το νερό ,του έφτασε μέχρι τον λαιμό. Η γυναίκα πιάστηκε από το μανίκι του άσπρου πουκαμίσου του και έπνιξε μια κραυγή. Όλα πνίγηκαν σε αυτή την δίνη της αβύσσου που τους ρούφηξε στα άδυτά της.

Η πόλη το μόνο που άφησε , αυτό που κράτησε  για φυλαχτό,ήταν ένα όστρακο.Συμβόλιζε την ΣΟΦΙΑ. Δεν έριξε πίσω δεύτερη ματιά.Πάτησε το πόδι  της στην στεριά και χάραξε στην άμμο την ΑΓΑΠΗ.
Ποιός θα επένδυε σήμερα στην αγάπη;
Ήταν πολύ φτωχή,σ΄ ένα σύστημα που έστεφε βασιλιά πάντα το εύκολο κέρδος σ΄ όλες τις πτυχές της ζωής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου